Το ζήτημα των τραπεζών είναι πρωτίστως πολιτικό

Το ζήτημα των τραπεζών είναι πρωτίστως πολιτικό

2' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ζήτημα με τις τράπεζες δεν υπήρχε. Υπερβολικά και μη εξασφαλισμένα δάνεια δεν είχαν δώσει. Είναι η παρ’ ολίγον πτώχευση, που κατακρήμνισε την αξιοπιστία τους. Το ζήτημα των τραπεζών, με το οποίο μας απειλούν τώρα ακραίοι διεθνείς τεχνοκράτες, προέκυψε για τρεις λόγους.

Ο πρώτος (και κύριος) ήταν η κρατική υπερχρέωση και η άθλια διαχείριση της κρίσης που προέκυψε. Οι τράπεζες αποκλείστηκαν από τις διεθνείς αγορές χρήματος, ενώ έχασαν τεράστιο μέρος των αποταμιευτών πελατών τους. Το «κούρεμα» αξιοπιστίας της Ελληνικής Δημοκρατίας κατέστη υποχρεωτικό και οι τράπεζες είδαν την κατάρρευση «με τα μάτια τους».

Ο δεύτερος λόγος είναι η βαθύτατη ύφεση. Κι αυτή οφείλεται, κυρίως, στην υπερδιόγκωση του κράτους, το στράγγισμα των διαθέσιμων πόρων και την κακή διάρθρωση της οικονομίας. Το τρίτο και σήμερα τεράστιο ζήτημα των τραπεζών είναι τα δάνεια σε καθυστέρηση, γνωστά και ως «κόκκινα δάνεια». Οι τράπεζες κάλυπταν τη ζημιά αυτή από τα κέρδη τους και ανανέωναν χωρίς πρόβλημα το αποθεματικό τους κεφάλαιο.

Ο τραπεζικός κλάδος ήταν ο πρώτος που έκανε μια τόσο δραστική αναδιάρθρωση: πρακτικώς έμειναν τέσσερις μεγάλες εταιρείες και δυο-τρεις μικρές. Δέσμευσαν όλα τους τα έσοδα στην εξυγίανση, μείωσαν το κόστος λειτουργίας μέχρι και 40%, έκλεισαν δεκάδες καταστήματα, πούλησαν περιουσιακά στοιχεία και έπεισαν νέους και παλαιούς μετόχους να βάλουν νέα κεφάλαια. Το ίδιο πρέπει να κάνουν τώρα οι περισσότερες ελληνικές εταιρείες, όπως άλλωστε απαιτούν οι τροϊκανοί, μέσω της πίεσης που ασκούν στις τράπεζες.

Το ζήτημα των τραπεζών θα κλείσει με τη δεύτερη ενδελεχή έρευνα της BlackRock, τα αποτελέσματα της οποίας, χωρίς άλλη επεξεργασία, ανακοινώνει ο Γιώργος Προβόπουλος, διοικητής της ΤτΕ. Τα υπόλοιπα είναι αρμοδιότητα της ΕΚΤ, που κάνει τον δικό της έλεγχο και θα έχει, από το φθινόπωρο, το «πάνω χέρι» της απόλυτης εποπτείας. Εξάλλου, οι τράπεζες, στον ορίζοντα των τριών ετών, θα γεννήσουν πολλά δισεκατομμύρια εσωτερικής κεφαλαιοποίησης.

Από τα χρήματα του δεύτερου Μνημονίου, οι συστημικές τράπεζες πήραν «μόνον» 25 δισ. συν 3 δισ. που έβαλαν οι ιδιώτες. Κοντά στα 11 δισ. χάθηκαν στις ζημιές της Αγροτικής Τράπεζας (κυρίως θαλασσοδάνεια αγροτών) και του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Τα υπόλοιπα βρίσκονται στα χέρια του Ταμείου και η τρόικα θέλει να χρησιμοποιηθούν σύμφωνα με τις δικές της υποδείξεις.

Το άγχος ορισμένων τεχνοκρατών, κυρίως στην Ουάσιγκτον και το ΔΝΤ, έχει δύο πραγματικές αιτίες. Πιστεύουν, λανθασμένα, ότι στην Ελλάδα δεν νιώθουμε καμία υποχρέωση αποπληρωμής των δανείων μας. Ψέγουν όλους τους πολιτικούς, τους επιχειρηματίες (και των «μεγάλων σαλονιών»), τα επιθετικά δικηγορικά γραφεία (υπό τον μανδύα των καταναλωτικών ενώσεων), τους έτοιμους να τα βρουν με τους πελάτες τους (συμβιβαστικούς τραπεζίτες) ακόμη και την Εκκλησία. Γι’ αυτό ζητούν να φορτωθούν οι συνεπείς φορολογούμενοι και οι επόμενες γενιές μεγαλύτερα χρέη.

Οι τράπεζες είναι τώρα ασφαλείς. Τελικά, το ζήτημα των τραπεζών είναι ένα, ακόμη, καθαρόαιμο πολιτικό ζήτημα. Κινδυνεύουμε όμως, εξ αιτίας του, να κάνουμε την ανάποδη διαδρομή, πίσω στη χρηματοοικονομική κρίση. Πρόκειται, αν το επιτρέψουμε, για αδικία ιστορικού μεγέθους.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή