Πολύς θόρυβος γίνεται αυτή την περίοδο για το πρωτογενές πλεόνασμα (το οποίο δεν υπολογίζει τους τόκους του χρέους) και για το πώς αυτό θα επηρεάσει (ή ενισχύσει) την (όποια) διαπραγματευτική ικανότητα της ελληνικής κυβέρνησης για περαιτέρω αναδιάρθρωση του χρέους. Πράγματι, δημοσιογραφικές και πολιτικές συζητήσεις εστιάζονται κυρίως στη βελτίωση της διαπραγματευτικής θέσης της Ελλάδας λόγω του ότι το όποιο πλεόνασμα θα αποτελέσει ένδειξη ότι εφαρμόζουμε με επιτυχία τα όσα έχουμε –επιτέλους– συμφωνήσει με την τρόικα.
Το ερώτημα που κατά τη γνώμη μας δεν έχει απαντηθεί ακόμα είναι το εξής: ποια ακριβώς θα είναι η ποσοτική επίδραση του πλεονάσματος στο κόστος δανεισμού και στην ανάπτυξη;
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό ανατρέχουμε στις χρονολογικές σειρές της ελληνικής οικονομίας. Από οικονομική άποψη, η μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος (ως ποσοστό του ΑΕΠ) οδηγεί σε βελτίωση του επενδυτικού κλίματος και, κατ’ επέκτασιν, σε ενίσχυση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας. Πιο συγκεκριμένα, χρησιμοποιούμε (από τη βάση δεδομένων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου) ετήσια στοιχεία από το 1988 μέχρι σήμερα και εκτιμούμε ένα απλό οικονομετρικό μοντέλο, το οποίο εξετάζει ταυτόχρονα τις επιδράσεις μεταξύ τριών ενδογενών μεταβλητών:
– Πρώτον, του πρωτογενούς ελλείμματος (ως ποσοστό % επί του ΑΕΠ).
– Δεύτερον, του spread, δηλαδή της διαφοράς απόδοσης μεταξύ του ελληνικού και του αντίστοιχου δεκαετούς γερμανικού ομολόγου. Το spread λαμβάνεται υπ’ όψιν ως δείκτης για την προσέγγιση του επενδυτικού κλίματος στην Ελλάδα.
– Τρίτον, του ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ, δηλαδή την ανάπτυξη.
Τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά. Η μετατροπή του πρωτογενούς ελλείμματος από 1,2% του ΑΕΠ το 2012 σε (πιθανό) πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ το 2013 εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε αποκλιμάκωση του spread από τις 750 μονάδες βάσης το 2013 στις 500 μονάδες βάσης το 2014 και σε θεαματική συρρίκνωση της ύφεσης από περίπου 3,8% το 2013 σε ύφεση 0,5% το 2014.
Με άλλα λόγια, το πλεόνασμα θέτει (από μόνο του) τις βάσεις για μηδενισμό της ύφεσης το 2014.
Το συμπέρασμα αυτό, σε συνδυασμό με:
(α) επιτάχυνση των διαρθρωτικών αλλαγών, και
(β) αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θα οδηγήσει σε επίτευξη του στόχου για 0,5% ανάπτυξη το 2014 εκτός βεβαίως εάν οι πολιτικές εξελίξεις (στο θέμα των ευρωεκλογών) ανατρέψουν όλα τα δεδομένα. Ιδωμεν.
* Ο κ. Κώστας Μήλας είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο University of Liverpool.