Αυτή η εκδήλωση τα είχε όλα: κόσμο που ζει εντός και εκτός πραγματικότητας, κάποιους που επιμένουν να διαχωρίζουν την κρίση από θλιβερά καταστροφικές συνήθειες του παρελθόντος, ένα ευαισθητοποιημένο κοινό σε θέματα που αφορούν την υγεία, την κοινωνία, την ίδια τη ζωή, μουσικό πρόγραμμα με μια ορχήστρα που έκανε τη δουλειά της με τον καλύτερο τρόπο, σε αντιδιαστολή με ανθρώπους που δεν ξέρουν ακριβώς ποιο είναι το αντικείμενό τους και ποιος ο δημόσιος ρόλος τους.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Πρώτα, τα γεγονότα: το περασμένο Σάββατο, στο Μέγαρο Μουσικής, ο Σύλλογος Βαρέως Καρδιοπνευμονοπαθών Ασθενών διοργάνωσε συναυλία για την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης στη δωρεά οργάνων, αλλά και για να βραβεύσει τη γυναίκα που έκανε την πρώτη μεταμόσχευση καρδιάς στην Ελλάδα πριν από 25 χρόνια. Συνέπρατταν η Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων υπό τη διεύθυνση του Μιχάλη Οικονόμου, με έργα Στράους, Σοπέν, Τσαϊκόφσκι, Πουτσίνι, Βέρντι και γνωστοί σολίστ. Ολα κυλούσαν κατ’ ευχήν, ώς τη στιγμή που εκλήθη στη σκηνή (από πού και ώς πού άραγε;) ο βουλευτής Αθηνών Αρης Σπηλιωτόπουλος να πει δυο λόγια. Η δυσφορία του κοινού δυνάμωνε –όπως διαβάζουμε στο χθεσινό ρεπορτάζ της «Κ» από παρόντα έγκυρο και έμπειρο συνάδελφο–, ο βουλευτής αδυνατούσε να υποστηρίξει σκηνικά την «εκτός προγράμματος» εμφάνισή του και κάποια στιγμή θεατής εξερράγη, διαμαρτυρόμενος με στεντόρεια φωνή: «Τελείωνε…». Στο σημείο αυτό η πρώτη πράξη της παράστασης έκλεισε άρον άρον. Στο β΄ μέρος ο μαέστρος διαχώρισε τη θέση των μουσικών από τους πολιτικούς και καταχειροκροτήθηκε.
Μετά τα γεγονότα, ακολουθεί η απόπειρα ερμηνείας τους: εδώ, δεν χρειάζεται αναλυτικό ταλέντο, μεγάλη οξυδέρκεια ή φαντασία. Το κοστούμι του παλιού πολιτευτή είναι κόκκινο πανί για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Δεν είναι μόνο οι… αναμνήσεις που ανασύρει, ακόμα πολύ νωπές, αλλά και οι ανατροπές που έχουν συντελεστεί είναι τόσο ριζικές ώστε μόνο όποιος δεν έχει επαφή με την κοινωνία δεν μπορεί να τις αντιληφθεί. Το κοινό της εκδήλωσης δεν είχε καμία σχέση με τους ανεκτικούς επωνύμους των κοσμικών συναντήσεων. Ηταν «κανονικοί» άνθρωποι, της ευρείας (πρώην) μικρομεσαίας τάξης, οικογένειες με παιδιά, ανάμεσά τους πολλοί ασθενείς – μέλη που έχουν δεχθεί μόσχευμα καρδιάς ή πνεύμονα και συγγενείς τους. Για να θεωρήσεις ότι πρόκειται για εν δυνάμει ψηφοφόρους και ότι η βραδιά είναι μια εξαιρετική ευκαιρία για προεκλογική εμφάνιση, θα πρέπει να ζεις ακόμα στο 2004 της ολυμπιακής Αθήνας και το 2014 να αποτελεί ένα δυστοπικό μελλοντολογικό αφήγημα. «Κάπου άκουσα, κάποιοι μου είπαν…» Δεν εξηγείται διαφορετικά αυτός ο κραυγαλέος αυτισμός, η πιρουέτα στο κενό της απέραντης ασημαντολογίας. Δεν πρόκειται για θράσος ούτε για (στην εξιδανικευμένη εκδοχή της) τόλμη. Είναι, απλώς, πολιτικάντικα τερτίπια αλλοτινών εποχών, που προκαλούν θυμό, θλίψη και ανησυχία. Πώς αντιλαμβάνεται την εκστρατεία του ως υποψήφιος δήμαρχος ο κ. Σπηλιωτόπουλος; Ποιας πόλης τον δημοτικό θώκο διεκδικεί, ποιους κατοίκους–πολίτες θα πείσει ότι αποτελεί μια ελπιδοφόρα λύση για την Αθήνα; Το περιστατικό θα μπορούσε να είναι άνευ σημασίας, αμελητέο. Ομως, όχι. Δηλώνει άποψη για την άσκηση πολιτικής, αδυναμία κρίσης και εκτίμησης των καταστάσεων. Η Αθήνα δεν προσφέρεται για προεκλογικό σεργιάνι με ανάρριχτο σακάκι, ανασηκωμένα μανίκια, θερμές χειραψίες και φωτογενή χαμόγελα. Το «τελείωνε» δεν δηλώνει μηδενική ανοχή, αλλά απαξίωση. Και αυτό είναι χειρότερο.