Μια βραδιά της αρπαχτής

5' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τ​​ο τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας βρέθηκα σε έναν από τους κλασικούς προορισμούς του χειμώνα: την Αράχωβα, την αποκαλούμενη και «Μύκονο του Χειμώνα». Δεν γνωρίζω αν έχουν δίκαιο αυτοί που της έδωσαν αυτή την ονομασία, αλλά φαίνεται ότι σε ορισμένα θέματα τη μιμείται επάξια. Υπάρχει όμως μια ειδοποιός διαφορά: Στη Μύκονο το καλοκαίρι την κατάσταση την αντιμετωπίζουν οι ξένοι τουρίστες και οι Ελληνες παραθεριστές, ενώ στη χειμωνιάτικη Αράχωβα, υποφέρουν μόνο Ελληνες, γιατί δεν υπάρχουν ξένοι τουρίστες.

Το βράδυ του Σαββάτου η παρέα μας (συνολικά είμαστε 6 άτομα) είχε κλείσει τραπέζι για φαγητό σε ένα από τα πιο γνωστά Bar – Restaurant της Αράχωβας, το οποίο υποσχόταν μια βραδιά με βραζιλιάνικο χορό και το ανάλογο κέφι. «Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται» λέει η παροιμία. Οταν πήγαμε στις 10.30 (αυτή ήταν η σωστή ώρα για το αναμενόμενο γλέντι), και οδηγηθήκαμε στο τραπέζι μας, διαπιστώσαμε ότι με δυσκολία μπορούσαμε να μετακινηθούμε, γιατί τα τραπέζια είχαν στριμωχτεί υπερβολικά για να χωρέσει το μαγαζί όσο το δυνατόν περισσότερους. Μάλιστα, όταν προσπάθησα να καθίσω στη θέση μου διαπίστωσα ότι ήταν αδύνατο και παρακάλεσα τον κύριο που καθόταν στο διπλανό τραπέζι να τραβήξει την καρέκλα του λίγο μπροστά για να δημιουργηθεί ο ελάχιστος απαιτούμενος χώρος. Συμπτωματικά ο κύριος από το διπλανό τραπέζι, ο οποίος είναι βουλευτής και τέως υπουργός, βρέθηκε να είναι γνωστός μου και μετακινήθηκε χωρίς να δημιουργηθούν προβλήματα.

Η επιλογή της μουσικής ήταν πράγματι εξαιρετική, αλλά δυστυχώς ήταν εκκωφαντική από την αρχή. Λόγω ηλικίας, η ακοή μου είναι μειωμένη. Διερωτώμαι λοιπόν, αν για εμένα με μειωμένη ακοή, η ένταση της μουσικής είναι υπερβολική και εκκωφαντική, πώς μπορεί να την ανέχονται οι νέοι που είχαν ήδη γεμίσει το κέντρο; Επιλογή για φαγητό δεν υπήρχε γιατί το κατάστημα είχε menu προς 55 ευρώ το άτομο. Κοίταξα τον κατάλογο των κρασιών και διαπίστωσα ότι περιλάμβανε μόνο τέσσερα λευκά και τέσσερα κόκκινα κρασιά με ενιαία τιμή 45 ευρώ! Η τιμή είναι απίστευτα υψηλή για τα κρασιά, τα οποία ήταν ελληνικά «της σειράς». Από τη στιγμή εκείνη ήμουν απολύτως βέβαιος ότι η βραδιά θα μας επιφύλασσε και άλλες δυσάρεστες εκπλήξεις. Πράγματι, το φαγητό ήταν απαράδεκτο. Τέτοιες βραδιές δεν μπορεί κανείς να είναι ιδιαίτερα απαιτητικός για το φαγητό, αλλά η περίπτωση αυτή ήταν πολύ κάτω του μέτριου. Δύο πιάτα σαλάτα για 6 άτομα και δύο πιάτα με αλλαντικά και τυριά για πρώτο. Οσον αφορά το κυρίως πιάτο, μας έφεραν μόνο ένα πιάτο με λουκάνικα, μπιφτέκια και κοτόπουλο, το οποίο έμεινε σχεδόν άθικτο. Μόνο τα μπιφτέκια φαγώθηκαν. Υποθέτω ότι θα έπρεπε να φέρουν και δεύτερο πιάτο για τα έξι άτομα, αλλά ούτε ήλθε ούτε το ζητήσαμε, αφού ουσιαστικά δεν τελειώσαμε το ένα πιάτο.

Ο βουλευτής από το διπλανό τραπέζι με πολύ ευγένεια, μου ζήτησε την άδεια να καπνίσει. Δεν είμαι βέβαιος αν το έκανε από πολιτικό τακτ ή από πραγματική ευγένεια, διότι όλο το μαγαζί ήδη κάπνιζε ασταμάτητα. Ευτυχώς υπήρχε καλό σύστημα εξαερισμού ώστε να μην είναι αποπνικτική η ατμόσφαιρα. Στο μεταξύ το κέφι είχε ανάψει και νέες κοπέλες χόρευαν πάνω στα τραπέζια ελλείψει χώρου. Στο 12.30 εμφανίστηκαν και οι δύο «Βραζιλιάνες» με μικροσκοπική στολή, οι οποίες με δυσκολία κουνούσαν τα οπίσθιά τους χορεύοντας σάμπα στον περιορισμένο χώρο μεταξύ των τραπεζιών, ο οποίος υπήρχε μόνο για να μετακινούνται τα γκαρσόνια. Οι Βραζιλιάνες αποσύρθηκαν ύστερα από ένα τέταρτο αλλά ο χορός συνεχίστηκε.

Θα ήταν παράλειψή μου αν δεν επεσήμανα την αποτελεσματικότητα του προσωπικού. Ηταν τρία νέα κορίτσια, ελαφρώς μασκαρεμένα, που με ταχύτητα και ευελιξία εξυπηρετούσαν όλο το μαγαζί, παρά τις δυσκολίες στη μετακίνηση που είχαν, φορτωμένες με τα πιάτα. Πάντως και αυτές συμμετείχαν στη διασκέδαση, γιατί συνέλαβα τις δύο από αυτές να απολαμβάνουν το κρασάκι τους κάθε φορά που πήγαιναν στο bar.

Στις 1.30 φύγαμε, ενώ η παρέα μας θα παρέμενε για λίγο ακόμα. Στην έξοδο συναντήσαμε πολύ κόσμο (μεταξύ των οποίων και γνωστό κοσμικό δικηγόρο) που περίμενε να αδειάσει κάποιο τραπέζι για να απολαύσουν τη βραζιλιάνικη βραδιά. Ακόμα συναντήσαμε τις δύο «Βραζιλιάνες», οι οποίες ετοιμάζονταν για τη δεύτερη εμφάνισή τους, να μιλάνε μεταξύ τους σε άπταιστα ελληνικά.

Για να ολοκληρώσω την εμπειρία, πρέπει να σας πω ότι όταν η παρέα μας πλήρωσε αργότερα τον λογαριασμό, η νόμιμη απόδειξη που πήραν ήταν για το 69% του ποσού και όχι για όλο το ποσό. Πάλι καλά, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος, αφού έδωσαν και απόδειξη για ένα μέρος του ποσού. Θα μπορούσαν να μην έδιναν καθόλου απόδειξη.

Αυτή η εμπειρία προσωπικά μου φάνηκε ότι εμπεριέχει πολλά στοιχεία από τη σύγχρονη Ελλάδα και εξηγεί έστω και μερικώς τη δύσκολη κατάσταση που βρισκόμαστε. Ελατε να τα πάρουμε με τη σειρά.

Το κάπνισμα. Αυτή είναι η μεγαλύτερη ντροπή για όλους μας, αλλά προπαντός για την κυβέρνηση. Δεν έχει κανένα νόημα να ψηφίζονται νόμοι οι οποίοι να μην εφαρμόζονται. Είναι προτιμότερο να καταργήσουν τον νόμο για την απαγόρευση του καπνίσματος, παρά να υπάρχει και να καταστρατηγείται. Ετσι περνάει το μήνυμα της ανομίας και της ανυπακοής. Αν ένας νόμος ο οποίος αποδεδειγμένα βοηθά στην υγεία των πολιτών, ο οποίος εφαρμόζεται με θρησκευτική ευλάβεια στα περισσότερα μέρη του κόσμου, δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην Ελλάδα, ας μην απορούμε γιατί δεν μπορούν να εφαρμοστούν άλλοι νόμοι, οι οποίοι κάνουν τη ζωή των πολιτών πολύ πιο δύσκολη.

Η ακρίβεια. Ειλικρινά η τιμή των 45 ευρώ για ένα μπουκάλι κρασί «της σειράς», είναι εξωφρενική. Η τιμή αυτή δεν ήταν μόνο για την ειδική «βραζιλιάνικη» βραδιά εκείνη. Ηταν στον τυπωμένο κατάλογο του μαγαζιού. Από την άλλη σκοπιά, αφού η τιμή είναι απαράδεκτα υψηλή και το μαγαζί ήταν γεμάτο, με ανθρώπους να περιμένουν στην είσοδο, σημαίνει ότι ο καταστηματάρχης πολύ σωστά υπολόγισε το market elasticity και εκμεταλλεύεται με τον καλύτερο τρόπο την περίπτωση. Ετσι μας αξίζει.

Η ποιότητα του φαγητού. Και στην περίπτωση αυτή τα 55 ευρώ δεν είναι λίγα και θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερη τόσο η ποιότητα όσο και η ποσότητα του φαγητού. Αλλά, και εδώ έχουμε την πλήρη εκμετάλλευση των πελατών. Αφού το ανέχονται, τόσο το καλύτερο για τον καταστηματάρχη και τόσο το χειρότερο για τους πελάτες του.

Η νόμιμη απόδειξη. Εδώ έχουμε την απόλυτη ελληνική παθογένεια. Ο χώρος της εστίασης είναι από τους πρωταθλητές στην απόκρυψη εσόδων με τη μη έκδοση ή τη μερική έκδοση αποδείξεων. Δεν έχω τα στοιχεία για το 2013, αλλά για το 2011, οι 33.631 επιτηδευματίες «Υπηρεσιών Εστιατορίων και Κινητών Μονάδων Εστίασης» είχαν δηλώσει μέσο ετήσιο ατομικό εισόδημα 6.106 ευρώ, δηλαδή 501 ευρώ τον μήνα! Είναι πέρα από φανερό ότι η κατηγορία αυτή αποκρύπτει σημαντικά έσοδα και θα έπρεπε να αποτελούν ιδιαίτερο στόχο για τις φορολογικές αρχές.

Και μια τελευταία παρατήρηση. Μεταξύ των θαμώνων δεν είδα κανένα μεγαλοεργολάβο ή κανένα από αυτούς που κατηγορούμε ότι έφαγαν τα χρήματα του κόσμου. Είδα όμως κοινούς ανθρώπους από αυτούς που βλέπεις καθημερινά στους δρόμους να κυκλοφορούν και να ξοδεύουν για τη διασκέδασή τους και για το ντύσιμό τους πολύ περισσότερα από όσα θα νόμιζε κανείς ότι βγάζουν. Λοιπόν, είτε κυκλοφορούν πολλά «μαύρα λεφτά», είτε «η φτώχεια θέλει καλοπέραση». Προσωπικά, κλίνω προς την πρώτη εξήγηση.

ΥΓ. Δηλώνω ότι εγώ δεν ξαναπάω στο μαγαζί αυτό. Αν μποϊκοτάραμε συστηματικά τους χώρους ή τα προϊόντα που κατά τεκμήριο μας εκμεταλλεύονται, ίσως να άλλαζε η κατάσταση, προς όφελος ημών των ιδίων.

*Ο κ. Ανδρέας Δρυμιώτης είναι σύμβουλος επιχειρήσεων

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή