Μήπως τελικά ψηφίζουμε κάθε μέρα;

Μήπως τελικά ψηφίζουμε κάθε μέρα;

4' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«​Βρήκες θέμα για κυριακάτικο;» – «Οχι ακόμα. Και αρχίζει να με τρώει το άγχος». – «Δεν μου λες. Ποιο είναι το πιο ξεκούραστο κείμενο που θα μπορούσε να γράψει όποιος τραβιέται με το μεροδούλι-μερογράφι, όπως το είχες πει παλαιότερα;» – «Να σου πω. Να είναι περίοδος μεταγραφών στο ποδόσφαιρο. Καλύτερα καλοκαιρινών, όταν ο ήλιος εξάπτει τη φαντασία και τα όνειρα της νυκτός σού κουβαλούν ό,τι σου λείπει. Ν’ ανοίξεις ένα έγγραφο στο κομπιούτερ με τίτλο “Ονειροπαγίδα” ή “Μαραντόνα” ή “Τα Ρω του Ποδοσφαίρου”». – «Τι δουλειά έχει εδώ η ποίηση;» – «Πώς δεν έχει. Δεν είναι τα Ρω του Ποδοσφαίρου ο Ριβελίνο, ο Ρίβα, ο Ριβέρα, ο Ρονάλντο 1 και 2, ο Ριβάλντο, ο Ροναλντίνιο, ο Ρομάριο, ο Ριμπερί, ο Ρόμπεν, ο Ραούλ, ο Ρας, ο Ρουμενίγκε, ο Ρομπέρτο Κάρλος…».

«…Ναι. Και ο Νεϊμάρ απ’ την ανάποδη. Εντάξει, με έπεισες. Και μετά τα βαφτίσια τι κάνεις;» – «Τίποτα. Κάθε πρωί θα βλέπεις τα εξώφυλλα των αθλητικών εφημερίδων. Και θα περνάς στο έγγραφό σου ασχολίαστα τα ονόματα των “βομβαρδιστών” και των “ογκολίθων” που έ-έ-έρχονται στον Ολυμπιακό, στον Παναθηναϊκό, στον ΠΑΟΚ και στην ΑΕΚ ακόμα. Θα προσθέτεις σίγουρα τριάντα–σαράντα τη μέρα. Τερματοφύλακες–γάτες, κόφτες–σκυλιά, σέντερ φορ–γύπες, μπακ–τσακάλια, εξτρέμ–ιαγουάροι. Μαζί με τους διαιτητές–κοράκια κάνουν μια μίνι κιβωτό». – «Κι έπειτα;» – «Τι κι έπειτα; Σαράντα λέξεις τη μέρα, ογδόντα αν βάζεις και το μικρό όνομα, εκατόν είκοσι με τα παρατσούκλια, ε, στο άψε–σβήσε το τέλειωσες το κειμενάκι. Βάζεις κι έναν πιασάρικο τίτλο, “Το λάμδα της μπάλας”, και καθάρισες. Ξεκούραστα. Μόνο που, δυστυχώς, τώρα δεν έχουμε περίοδο μεταγραφών. Κι εγώ τώρα χρειάζομαι θέμα».

«Πού το πρόβλημα; Εχουμε περίοδο εκλογών. Πάνω–κάτω, είναι το ίδιο. Κι εδώ έχουμε μεταγραφές από κόμμα σε κόμμα, κι εδώ έχουμε πλειοδοσία ελπίδων σαν αυτήν που κάνουν τα αθλητικά πρωτοσέλιδα, κι εδώ έχουμε αχαλίνωτη φαντασία». «Ωραία. Και τι θα κάνω;» – «Λοιπόν. Ανοίγεις το έγγραφό σου. Το βαφτίζεις “Ερμαια” και…» – «Ερμαια; Τι δηλαδή;» – «Ερμαια, ρε παιδί μου. Ευρήματα. Κελεπούρια. Αυτά που βρίσκεις στο δρόμο, σταλμένα από τον δωροδότη θεό Ερμή». – «Α! Εντάξει. Προχώρα στον Απόλλωνα». – «Λοιπόν. Θα κάνεις ό,τι και με το ποδόσφαιρο. Θα καταγράφεις κάθε μέρα ό,τι θα συναντάς στο δρόμο. Τα σκουπίδια. Αυτά που αν είχαν ποδαράκια, θα πήγαιναν μονάχα τους στον κάδο. Σε δύο μέρες τέλειωσες».

Το ’πε και το ’κανα. Ανοιξα τα «Ερμαια» κι άρχισα να πετάω εκεί ό,τι έβλεπα σε δρόμους και σε πεζοδρόμια: Σακούλες. Πλαστικές. Από σούπερ μάρκετ σε ποσοστό 66%. Οι υπόλοιπες είναι οι γενικής χρήσεως μονόχρωμες, άσπρες ή γαλάζιες. Διαφημιστικά. Ο παλαιοπώλης (παλαιοαγοραστής μάλλον) και ο μέντιουμ. Ο «Αγοράζω χρυσό». Ο «400 ευρώ άμεσα» με απόσυρση αυτοκινήτου. Ο «Δάνεια-ευκαιρίες». Ο κλειδαράς. Ο φροντιστηριάς. Συνήθως αφήνουν τα χαρτιά τους στους υαλοκαθαριστήρες των αυτοκινήτων· φτάνει ο οδηγός, τα βγάζει τσαντισμένος και βρίζοντάς τους «βρωμιάρηδες» τα πετάει στον μεγάλο κάδο: το δρόμο. Κι έπειτα σωρό τα διαφημιστικά για πίτσες, σουβλάκια, «απ’ το τσιγκέλι στα κάρβουνα», «αυθεντική μεσογειακή κουζίνα», «αυθεντική κινέζικη κουζίνα», «το παραδοσιακόν», «το ταχύτατον», «στις δύο η μία δώρο», το «όρεξη να ’χετε». Ενα φαγατζίδικο κλείνει με την κρίση, δύο ανοίγουν. Είναι φανερό. Εθνικό μας ίνδαλμα είναι ο Μασίστας. Εκ του μασάω-μασώ.

Συνεχίζω την απογραφή: Ποτήρια πλαστικά. Αχρωμα και χρωματιστά. Κάθε μεγέθους. Τα μικρά του ελληνικού καφέ. Με σκέπαστρο. Τα μεγάλα του φραπέ. Και τα πιο μεγάλα του φρέντο. Τελειώνεις το καφεδάκι σου και, για να μη σε βαραίνει το άδειο ποτήρι, τ’ αφήνεις με τρόπο κάτω, να μη σε δούνε (το στυλάκι το αντέγραψες από τον τρόπο που πετάς ό,τι περιττόν από το παράθυρο του αυτοκινήτου). Και όπου καφές, να και τα καλαμάκια. Με το περίβλημά τους ή απογυμνωμένα. Στο δρόμο κι αυτά. Δίπλα σε τσιγαροκούτια, τελειωμένους αναπτήρες, χαρτοπετσέτες (χρησιμοποιημένες και μη), μπουκάλια νερού, μπουκάλια αναψυκτικών, τσιγκάκια αναψυκτικών και μπίρας. Και καπάκια. Πλαστικά. Τα μαζεύαμε κάποτε στην εφημερίδα σαν καλοί οικολόγοι και τα δίναμε για ανακύκλωση· μα δεν υπάρχει πια υποδοχέας. Εκτός από τα πλαστικά καλαμάκια, ιδού και τα ξύλινα. Τα των σουβλακίων. Τρως το κεμπάπιόν σου, απολαμβάνεις το κρόμμυόν σου («να βρω κρεμμύδι που να καίει και να γίνω καυσοκαλυβίτης» ορκίζεται φίλος τις με ισχυρές γευστικές αναμνήσεις), ε, τι να κάνεις έπειτα; Να κρατήσεις πάνω του τα λιγδιασμένα; Οχι βέβαια. Κάτω κι αυτά. Δεν θα τα φάει δα και η μοναξιά. Από συντροφιά άλλο τίποτα.

Οντως. Ιδού ένα στρώμα – ποιος ξέρει πόσοι έρωτες λειτουργήθηκαν πάνω του. Κι άλλο. Είναι φαίνεται η αποδημητική τους εποχή. Κι ένας καναπές. Μακριά από το ορισμένο σημείο για τα «βαρέα». Ενα παλιό παιδικό καρότσι με έναν αρκούδο δίμετρο πάνω του. Προκηρύξεις. Και σιντί, από αυτά που κρεμάνε οι νοικοκυραίοι προς απώθησιν των ενοχλητικών περιστεριών, τα οποία, μεταλλαγμένα, έμαθαν να πετάνε τα σιντί στο δρόμο. Και μανταλάκια. Πολλά μανταλάκια. Γιατί το ’χω παρατηρημένο: Ουδείς κατεβαίνει από όροφο για να μαζέψει το (ή τα) μανταλάκι που έπεσε. Δε βαριέσαι, σου λέει. Στο τέλος έθεσα ερώτημα στον παντογνώστη Γκούγκλιο: «Πόσο κοστίζει ένα μανταλάκι;». Ουδεμία απάντηση. Ενώ υπάρχει για το πόσο κοστίζει (κατά σειράν εμφανίσεως) μία κιλοβατώρα, ένα τατουάζ, μία γέννα, μία χρυσή λίρα, ένας γάμος, η β χοριακή, ένα πληρεξούσιο, το ECDL, το μπότοξ, ένα σφράγισμα. Ωφελημένος βγήκα πάντως, αφού διάβασα σε κάποιο σάιτ τη νεόκοπη παροιμία «Σηκωθήκανε τα μανταλάκια και κάνουνε μονόζυγο στο σύρμα».

Και ελιές βρίσκουμε βέβαια κάτω, και μούρα στον καιρό τους, και νεράντζια και φύλλα. Αλλά αυτά είναι της φύσης. Δεν είναι όμως της φύσης οι μπανανόφλουδες και οι πορτοκαλόφλουδες, αφού επί του παρόντος καμιά πορτοκαλιά δεν παράγει πορτοκαλόφουδα σκέτη. Χέρι κινημένο από μυαλό τις πετάει. Οπως χέρι κινημένο από μυαλό αφήνει τη σακούλα στον ήδη ξεχειλισμένο κάδο, επειδή βαριέται ή σιχαίνεται να ανοίξει τον εντελώς άδειο διπλανό.

Αυτή η Αθήνα μας. Αυτές οι πόλεις και τα χωριά μας. Ο,τι τα κάνουμε. Λερά. Με τις παράνομες χωματερές στην είσοδο. Και με οικολογική συνείδηση λίγο πάνω από το μηδέν, παρά τα τόσα χρόνια περιβαλλοντικής εκπαίδευσης. Που παναπεί ότι για την πόλη μας ή το χωριό μας ψηφίζουμε κάθε μέρα, αφού δημότες και πολίτες είμαστε κάθε μέρα. Και όχι ανά τετραετία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή