Στην Αγίου Κωνσταντίνου

2' 28" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Να περπατάς κοντά στην Ομόνοια, Δευτέρα βράδυ, με το Εθνικό Θέατρο κλειστό, και τη νύχτα να πέφτει αργά σαν πάπλωμα στους δρόμους… Ομολογώ ότι καθώς άφηνα πίσω την πλατεία και κατηφόριζα την οδό Αγίου Κωνσταντίνου, έδιωχνα τις αρνητικές σκέψεις ώστε να νιώθω άνετα με τη φωτογραφική μηχανή στο χέρι. Με το βλέμμα του περιηγητή να σκανάρει αυτήν την Αθήνα, στα έγκατα της Ομόνοιας, σκέφτηκα ότι κάπως αλλιώς θα είναι αυτοί οι δρόμοι σε λίγα χρόνια… Πολλοί μου λένε, όπου υπάρχει φως, υπάρχει και ζωή… Πίσω μου είχα αφήσει τον νέο «Βενέτη», που ανακαίνισε το «Νέον», πάνω στην πλατεία Ομονοίας, και είχα στον νου μου αυτόν τον φάρο καλής πίστης για τη νέα Αθήνα που πρέπει πάση θυσία να γεννηθεί, είχα στον νου μου αυτές τις μικρές κυψέλες, που σαν πυγολαμπίδες, ανάβουν και επενδύουν στο αύριο.

Γι’ αυτό ήμουν προετοιμασμένος να περπατήσω σε μία άλλοτε γνώριμη περιοχή, που σήμερα προβάλλει σαν άγνωστη γη, να στρίψω δεξιά στην οδό Κοτοπούλη (και να θυμηθώ το θέατρό της καθώς πρόσφατα είχα διαβάσει τη μεστή βιογραφία του Ιωνα Δραγούμη από τη Μίτση Πικραμένου), να δω το «σινεμά» Κοσμοπολίτ, να λοξοκοιτάξω τη χαράδρα της οδού Ξούθου, να βγω στη Βερανζέρου, να περάσω από το παλιό ξενοδοχείο «Μεντιτερανέ», κτίριο του 1928 από τον Βασίλη Τσαγρή, που παραδόξως, αν και κλειστό, ξεχαρβαλωμένο και παρακμιακό, φεγγοβολούσε μια ράβδος φωτός πάνω στην τσακισμένη επιγραφή του… Και μετά να στρίψω αριστερά στη Σωκράτους και να βγω στην Αγίου Κωνσταντίνου.

Αναρωτιόμουν γιατί… Για ποιον λόγο ήθελα να περπατήσω αυτούς τους δρόμους, που απρόσμενα με έβγαζαν σε θεατρικά, σχεδόν, φελινικά σκηνικά, όπως σε μία μετέωρη επιγραφή «Χαρτοπωλείον», με πλαγιαστή γραμματοσειρά του 1960, στο βάθος μιας σκοτεινής, τυφλής στοάς… Στην άσημη οδό Νικηφόρου, είδα δυο τρία όμορφα χαμηλά σπίτια, που θύμιζαν παλιές διηγήσεις, και αριστερά μου, σαν τον «Ατσάλινο Γίγαντα» του Ιουλίου Βερν, ορθωνόταν ο σκοτεινός, μπανταρισμένος όγκος του Αγίου Κωνσταντίνου, ένα μαύρο κήτος με τρούλο, απέναντι στο φωταγωγημένο, ερμητικά κλειστό εκείνη την ώρα, Εθνικό Θέατρο. Και είπα, για δες πόση μνημειακή αρχιτεκτονική σε ένα δρόμο που τον περπατούν τη νύχτα βιαστικές σκιές, διπλωμένοι άνθρωποι με επιβραδυμένες κινήσεις και σβέλτες φιγούρες με την αμφίσημη οικειότητα της νέας πατρίδας. Στο παλιό ξενοδοχείο «Δελφοί», αναμμένα παράθυρα στο ισόγειο, σαν μία γκροτέσκα εκδοχή βιεννέζικου καφέ, με πολυελαίους να κρέμονται πίσω από κουρτίνες που μου φάνηκαν βαριές. Στο νούμερο 46, ένα τριώροφο -να είναι του 1925 ή του 1928- σφραγισμένο, έδινε μια ανάγλυφη πλαστικότητα με το έρκερ του, μια κούρμπα κομψότητας σε ένα δρόμο που αν δεν τον πότιζα διαρκώς από τη δεξαμενή των διηγήσεων δύσκολα θα τον επένδυα με αστικό μύθο.

Κι όμως, όταν αποφάσισα να γυρίσω την πλάτη και στον Αγιο Κωνσταντίνο, και στα ξεδοντιασμένα κτίρια, και στο φωτισμένο, σιωπηλό Εθνικό Θέατρο, ένιωσα τη σκιά του δρόμου να με τυλίγει και τις εικόνες που είχα συλλέξει, βαμμένες στο κίτρινο της μπλε νύχτας, να ξετυλίγονται αυτόνομα πια στο μυαλό μου. Πόσο αθηναϊκή μπορεί να είναι η εμπειρία στην Ομόνοια, πόσο βαθιά αστική με το μαύρο και το λευκό κάθε απόχρωσης του χρόνου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή