Πώς προκαλείται πολιτικός κίνδυνος

Πώς προκαλείται πολιτικός κίνδυνος

2' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί τούτες τις στιγμές στη χώρα, είναι να επικρατήσει ο «πολιτικός κίνδυνος». Αυτόν επικαλούνται όλοι οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι και οι οίκοι αξιολόγησης, ως ενδεχόμενο, το οποίο μπορεί να ακυρώσει τη «θεαματική πρόοδο» που σημείωσε η ελληνική οικονομία τα τελευταία δύο χρόνια. Ομως, η «θεαματική πρόοδος» εξισώνεται με μια τετραετία επαχθέστατων θυσιών του ελληνικού λαού, ο οποίος υπέστη και άντεξε ακόμη και τα ασυγχώρητα λάθη των «διασωστών» του. Αυτές οι θυσίες διακυβεύονται από τον «πολιτικό κίνδυνο», ο οποίος σημαίνει την έλευση στην εξουσία μιας κυβέρνησης απαρτιζόμενης από κόμματα της σημερινής αντιπολίτευσης, με δεδομένες τις θέσεις τους στην αντιμετώπιση της κρίσης. Αυτή, δε, η αλλαγή μπορεί να συντελεσθεί με εφαλτήριο τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του Μαΐου. Κατά την ίδια «επιτυχή» διετία έχει καταστεί πασίδηλο πως η σημερινή κυβέρνηση κάθε άλλο παρά μπορούσε να ελπίζει στην εκδήλωση κάποιου, κατά τη δική της εκτίμηση, πατριωτισμού, από την πλευρά της αντιπολίτευσης. Διότι αντιμετώπισε συστηματική και καθολική αμφισβήτηση των όποιων αποτελεσμάτων της πολιτικής της. Συνεπώς, η μοναδική επιλογή των δύο κομμάτων, που την απαρτίζουν, ήταν η συνέπεια και η αποτελεσματικότητα στην επίτευξη του στόχου τους για την έξοδο της χώρας από τα Μνημόνια, πριν από τις επόμενες γενικές εκλογές.

Βασική προϋπόθεση τούτου ήταν η αποφυγή κυβερνητικών λαθών, τα οποία θα μεγιστοποιούσε μεθοδικά και θα εκμεταλλευόταν «αντιπατριωτικά» η αντιπολίτευση. Ενα τέτοιο λάθος, και μάλιστα απαράδεκτο, είναι η υπόθεση Μπαλτάκου. Βαρύνει αποκλειστικά τον πρωθυπουργό, ο οποίος για μια ακόμη φορά αδικεί τον εαυτό του και κυρίως διακινδυνεύει τα όσα έχει επιτύχει για την έξοδο της χώρας από την κρίση. Το τελευταίο αυτό με υποχρεώνει να εστιάσω το σημερινό μου γραπτό στη συμπεριφορά του πρωθυπουργού, ο οποίος (είτε το θέλουμε είτε όχι) έχει ταυτισθεί με την έκβαση των επί τετραετία θυσιών του ελληνικού λαού. Η «Κ» και ο υπογράφων έχουν κατ’ επανάληψη ασκήσει κριτική για τις επιλογές του κ. Σαμαρά στη στελέχωση της κυβερνητικής μηχανής. Δεν εξαιρούνται ο κ. Κουβέλης -στην πρώτη φάση- και ο κ. Βενιζέλος, αλλά ο πρωθυπουργός όφειλε να αποτρέψει τις «ποσοστώσεις» και τις επιλογές… εμπίστων και αχρήστων. Δυστυχώς δεν το έπραξε. Πιθανώς, διότι μετά την εκλογή του στην ηγεσία της Ν.Δ. αισθανόταν κάποια ανασφάλεια. Αυτή, όμως, θα ’πρεπε να έχει ξεπεραστεί προ πολλού. Διότι, σε δύο αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις (Μάιος και Ιούνιος 2012) τον εμπιστεύθηκε η συρρικνωμένη, αλλά θεωρούμενη «σκληρή και αδιάσπαστη», εκλογική βάση της Ν.Δ.

Αυτήν την εκλογική βάση όφειλε όχι μόνον να δικαιώσει, αλλά κυρίως να επαναφέρει στις πλειοψηφικές της διαστάσεις ο κ. Σαμαράς. Τούτο, όμως, δεν επιτυγχάνεται με πολιτικά τερτίπια, όπως π.χ. η μετονομασία της Νέας Δημοκρατίας, που ο ίδιος σκέπτεται, επικαλούμενος «την ανάγκη εκσυγχρονισμού». Αντίθετα. Η μέχρι τώρα αρχηγική του παρουσία στη Ν.Δ. και η πρωθυπουργική του συμπεριφορά επιβάλλουν την επαναδιακήρυξη των ιδεών και αρχών, που έθεσε οι ιδρυτής της παράταξης. Και για να περιοριστούμε στο σημερινό θέμα. Κύριε Αντώνη Σαμαρά, μία από τις βασικές αρχές του Κωνσταντίνου Καραμανλή ήταν η επιλογή των κορυφαίων κρατικών λειτουργών, με αμιγώς αξιοκρατικά κριτήρια, ανεξαρτήτως κομματικής προέλευσης και πολιτικής ιδεολογίας…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή