Το λαζοπούλειο «τι δεν θέλω»

Το λαζοπούλειο «τι δεν θέλω»

2' 28" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο κ. Λάκης Λαζόπουλος είναι ένας προικισμένος καλλιτέχνης. Αναφέρομαι σ’ αυτόν, διότι νομίζω πως η περίπτωσή του αφορά όλους μας. Ο Λ. Λ. έφθασε τα τελευταία χρόνια στο αποκορύφωμα μιας «λαϊκής απήχησης», διακηρύσσοντας το τι δεν θέλω. Απευθύνθηκε σ’ ένα οργισμένο κοινό, που επεδίωκε να αποκηρύξει και να καταδικάσει τους «υπεύθυνους» για τα δεινά του. Ταυτόχρονα, ήθελε και να ξεσπάσει, χλευάζοντας τους πολιτικούς, με αποδοκιμασίες και χάχανα. Ο καλλιτέχνης εξέφρασε το αίσθημα αυτό κατά τον καλύτερο τρόπο, επιτυγχάνοντας πρωτοφανή ποσοστά τηλεθέασης και εισπράττοντας ανάλογα «υλικά αγαθά». Κάπου, όμως, άρχισε να χάνει τον έλεγχο, αδυνατώντας, συνάμα, να διαχειρισθεί την «επιτυχία του». Η πολιτική του σάτιρα, από καθολική και ολομέτωπη, μετεξελίχθηκε σε επιλεκτική και μονοδιάστατη. Ας προσθέσω, παρενθετικώς, ότι για τη σάτιρα δεν θεωρώ αθέμιτο να στηρίζεται αποκλειστικά –ή ακόμη και να υποδαυλίζει– στην έκφραση μιας «λαϊκής αγανάκτησης και αποδοκιμασίας». Η στάση αυτή συνιστά, οπωσδήποτε, αποπροσανατολισμό και αδιέξοδο για τον πολίτη. Τούτο, όμως, δεν είναι πρόβλημα για τον σατιρικό καλλιτέχνη, αλλά για τον πολιτικό.

Το πρόβλημα για τον Λ. Λ. ανέκυψε από τη στιγμή που ενδομύχως –έστω– άρχισε να πιστεύει πως από εκφραστής και διασκεδαστής, «δικαιούταν» να εξελιχθεί σε πολιτικό καθοδηγητή του πολυπληθέστατου κοινού του. Πρώτος «διείδε» τη δυνατότητα αυτή ο ΣΥΡΙΖΑ, που τον πρότεινε για ευρωβουλευτή του. Προφανώς, ο κ. Τσίπρας διαπίστωσε ταύτιση θέσεων, αφού και οι δύο στήριξαν την «επιτυχία» τους στο «τι δεν θέλω» και στο «τι καταδικάζω». Αυτό, όμως, εμπεριέχει για κάθε τρίτο και μία ουσιώδη διαφορά. Ο κ. Τσίπρας έφθασε στην «επιτυχία» ως αρχηγός συγκεκριμένου κόμματος, ενώ ο Λ. Λ., ως ελεύθερος, αδέσμευτος και απροκατάληπτος «σχολιαστής» της πολιτικής μας πραγματικότητας. Συνεπώς, το δίλημμα μεταπήδησης από το πάλκο στην Ευρωβουλή αφορούσε αποκλειστικά τον Λ. Λ. Για να υπεραμυνθεί του δικαιώματος της «ελεύθερης και αδέσμευτης σάτιρας», όφειλε όχι μόνον να απορρίψει το κομματικό καπέλωμα, αλλά και να το καταγγείλει ως απόπειρα καπηλείας της «λαϊκής του απήχησης». Αντ’ αυτού ο Λ. Λ. αρνήθηκε την πρόταση, λόγω επαγγελματικών δεσμεύσεων, στέλνοντας μια ευχαριστήριο επιστολή. Ενα κείμενο, το οποίο θεωρήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ ως «στήριξη και ενθάρρυνση» της πολιτικής του, την οποία «εξέφραζε (προφανώς με τις τηλεοπτικές του εκπομπές) τα τελευταία τέσσερα χρόνια ο Λ. Λ.»…

Οπως έχω και άλλοτε υποστηρίξει, θεωρώ πως ο διαχωρισμός μεταξύ μνημονιακών και αντιμνημονιακών δεν είναι μόνον ψευδεπίγραφος, αλλά και απατηλός. Ουδείς Ελληνας πολίτης θα μπορούσε να είναι υποστηρικτής των Μνημονίων. Η πραγματική διαφορά είναι μεταξύ: Αφενός, εκείνων που συνειδητοποιούν τα βαθύτερα αίτια της κρίσης, αναγνωρίζοντας την ανάγκη αλλαγής και της –μέχρι τώρα– κοινωνικής μας συμπεριφοράς. Και αφετέρου, εκείνων που αποδίδουν τα πάθη μας μόνον στους «ανάξιους πολιτικούς» και στους «επίβουλους ξένους», ευελπιστώντας ότι με κάποιο μαγικό ραβδί η ζωή μας μπορεί να επανέλθει στην προμνημονιακή της «ευημερία». Τα πράγματα δείχνουν, ευτυχώς, πως το «τι δεν θέλω» χάνει συνεχώς έδαφος. Η πολιτική στράτευση του Λ. Λ. στον ΣΥΡΙΖΑ συντελεί σ’ αυτήν τη μεταλλαγή. Ο ίδιος ταυτίζεται, πλέον, με τον «Αγγελο Εξάγγελο» του Διονύση Σαββόπουλου, όταν ομολογεί (έμπρακτα) ότι: «Τα νέα που σας έφερα σας χάιδεψαν τ’ αυτιά, μα απέχουνε πολύ απ’ την αλήθεια»…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή