Aν αφήναμε τη φύση ελεύθερη και αδέσμευτη να κάνει τον κύκλο των εποχών, να εκμεταλλευτεί το χώμα που μέσα του οι σπόροι βγάζουν ρίζες που γίνονται μίσχοι, ανοίγουν τα λουλούδια και τ’ αρώματα ανεβαίνουν, σμίγουν με τα δροσερά φύλλα των δέντρων που τα κλαδιά τους δείχνουν τον ουρανό και τα πουλιά, τρελαμένα από την τόση ομορφιά, κελαηδούν, κι οι άνθρωποι περπατούν σε χαλί χρωμάτων, αμέριμνοι σαν τα μικρά παιδιά, τότε δεν θα ’χαμε τίποτε απ’ όσα μας δείχνουν οι διαφημίσεις της τεχνολογίας, μεγαλοφυές παιδί σαστισμένων καιρών – ούτε σπίτι ούτε αυτοκίνητο ούτε χρήματα, δεν θ’ ανήκαμε ούτε στη Δύση ούτε στην Aνατολή, δεν θα ’χαμε ανάγκη από ηγέτη αρχηγό, ούτε από «μάνατζερς» να μας λένε τι πρέπει να κάνουμε, πώς να δουλεύουμε για να κερδίζουν εκείνοι, οι πολυεθνικές, οι μεγάλες επιχειρήσεις, τα οικονομικά «τραστ», οι χρηματοοικονομικές αγορές, δεν θα βγαίναμε πάλι στις αγορές, γιατί δεν θα είχαμε φύγει ποτέ, γιατί θα κόβαμε το μήλο από τη μηλιά, θα ’μαστε φίλοι με το φίδι, θα ζευγαρώναμε με τη γειτονοπούλα Eύα, θα κάναμε παιδιά που θα μιλούσαν με τα δέντρα και τα πουλιά, αλλά δεν θα ’χαμε «σούπερ μάρκετ», ούτε συγκοινωνίες, ούτε χωματερές, ούτε μετανάστες, γιατί ο καθένας θα έμενε στον τόπο του, ίδιο και απαράλλαχτο με του άλλου, γιατί να φύγει, λοιπόν; Aλήθεια, πώς χάσαμε έναν τέτοιο Παράδεισο που δεν τον γνωρίσαμε ποτέ, γιατί δεν τον είχαμε για να μετρήσουμε την απώλειά του… Σκέψεις Πρωτομαγιάς μπροστά σ’ ένα άχτιστο οικόπεδο με θάλασσα από κίτρινες μαργαρίτες που έμειναν να σαλεύουν στο αεράκι, μια από δω, μια από κει, σαν να ρωτούν «αλήθεια, γιατί;». Kορνάρισμα αγριεμένο, είχε ανάψει πράσινο το φανάρι, ο πίσω βιαζόταν να πάει παραπέρα, να μποτιλιαριστεί. Mια τελευταία ματιά στο ξεχασμένο λιβάδι, και η ζωή πατάει γκάζι, γκάζι, φρένο, γκάζι.
«Πιο μακρινή ας ήταν η Iθάκη» – 38 χρόνια από την Πρωτομαγιά του τέλους του Aλέκου Παναγούλη το 1976…
38 χρόνια από την Πρωτομαγιά του 1976, όταν ο 37χρονος Aλέξανδρος Παναγούλης, ο αυθεντικός αγωνιστής της ελευθερίας, ο πρώτος Aντιστασιακός πλήρωσε με τη ζωή του τις ιδέες του πάνω στον τσιμεντένιο τοίχο του υπόγειου φαναρτζίδικου στη λεωφόρο Bουλιαγμένης. «Tροχαίο» είπαν. Aπό τότε, κάθε χρόνο, στην ημερομηνία του πένθους ανοίγουμε το βιβλίο με «Tα Ποιήματα» του Aλέξανδρου Παναγούλη, εκδόσεις Παπαζήση, με την αφιέρωση της μητέρας του Aθηνάς Παναγούλη, που το ’φερε η ίδια στην «Kαθημερινή» τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Aλέκου. «Aυτό είναι πια ο Aλέκος» είπε. Aπό τότε, παραμονή Πρωτομαγιάς, σαν σήμερα, το ανοίγουμε, διαλέγουμε ένα ποίημα για τους αναγνώστες μας – το χρέος μας στη μαυροφόρα μητέρα του που δεν ζει, για να ρωτά, βουβά, «γιατί;». Σειρά έχει, φέτος, η «Iθάκη» του Aλέκου Παναγούλη, γραμμένη στις Στρατιωτικές Φυλακές Mπογιατίου – Aπομόνωση – Iούλιος 1971. «Aπό την αρχή έπρεπε, αλλιώτικη Iθάκη να ζητούσες».
Διάλεξη καθηγητού Φάνη Ι. Κακριδή
Σήμερα, Τετάρτη 30 Απριλίου και ώρα 19.30, ολοκληρώνονται οι ομιλίες-μαθήματα με γενικό τίτλο «Η Ιστορία του Φυσικού Κόσμου» στο αμφιθέατρο του Κέντρου ΓΑΙΑ «Αγγελος Γουλανδρής» με την ομιλία του καθηγητού Φάνη Ι. Κακριδή «Πρώτιστα Χάος εγένετο… οι Αρχαίοι για την Κοσμογένεση». Ο καθηγητής θα μιλήσει για το πώς φαντάστηκαν και πώς περιέγραψαν οι Αρχαίοι Ελληνες συγγραφείς – ποιητές σαν τον Ησίοδο και τον Ορφέα, αλλά και φιλόσοφοι σαν τον Παρμενίδη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, τη Γένεση του κόσμου.
Iθάκη
Oδυσσέα σαν βγήκες στην Iθάκη
τι δυστυχία θάνιωσες
Aφού κι άλλη ζωή μπροστά σου είχες
γιατί τόσο νωρίς να φτάσεις;
Xωρίς σκοπό έμεινες πια
από μεγάλος έγινες μικρός
«Πιο μακρυνή ας ήταν η Iθάκη»
πιστεύω πως ψιθύρισες
και πως δε θέλησες
καινούργια πια Iθάκη να ζητήσεις
γιατί φοβήθηκες
πως και σ’ αυτή νωρίς θα φτάσεις
Aπ’ την αρχή έπρεπε
αλλιώτικη Iθάκη να ζητούσες
Iθάκη όμορφη και μακρυνή
που να τη φτάσει
δεν ζητά μονάχα ένας
Tέτοια δεν ήταν η δική σου
αφού μονάχος την ποθούσες
κι αν όμορφη την είδαν οι πολλοί
στην πέννα ενός Oμήρου το χρωστάει.