Στοιχηματικός παλιμπαιδισμός

Στοιχηματικός παλιμπαιδισμός

2' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Παιδιά όταν ήμασταν, με την ισχυρογνωμοσύνη μας χαλύβδινη, πέφταμε συχνά σε διαφωνίες που χαλούσαν τις φιλίες μας για ένα, άντε δύο εικοσιτετράωρα. Ας πούμε, ο Αγανιάν ήταν σέντερ μπακ ή δεξί μπακ; Το γκολ τρία παιχνίδια πριν το είχε βάλει ο Πιτυχούτης ή ο Παπαεμμανουήλ; Ο Αυγείας τι σειρά είχε στους άθλους του Ηρακλή; Τέτοια σοβαρότατα. Να απευθυνθούμε στους μεγάλους για να δώσουν λύση, δεν το επέτρεπε ο εγωισμός μας. Κι αφού δεν υπήρχε Ιντερνετ, σκαρφιζόμασταν άλλους τρόπους για να επαληθεύονται κάποια από τα λεγόμενα και άλλα να αποδεικνύονται αναξιόπιστα.

Ενας ωραίος τρόπος ήταν να χτυπάμε (να βαράμε μάλλον) πέναλτι. Οι δύο αντιδικούντες εναλλάσσονταν στον ρόλο του τερματοφύλακα και του… βαρώντος, κι όποιος πετύχαινε τα περισσότερα γκολ, αυτός έλεγε την αλήθεια, πάει και τελείωσε. Οι άλλοι τον πίστευαν θέλοντας και μη, αλλιώς καταστρεφόταν το άγραφο συμβόλαιο. Αν στην πεναλτοδικία έβγαιναν ισόπαλοι οι διαφωνούντες, δεν επαναλαμβάναμε το παίγνιο, αλλά βάζαμε άλλο μπροστά: τα ποδαράκια. Ενα σου – ένα μου, ξανά μανά· προς το τέλος έβαζε ο καθένας όλη του την πονηριά για να πατήσει και να μην τον πατήσουν: και νά σου τα μισοπόδαρα και τα τεταρτοπόδαρα, στις μύτες, που άλλοτε τα θεωρούσαμε νόμιμα κι άλλοτε όχι· οπότε βαράγαμε πρώτα πέναλτι για να κριθεί αν μετράνε τα τέταρτα ή όχι. Μύλος. Στο σκοτάδι. Ωσπου ακουγόταν η φωνή των μανάδων.

Στις πιο βαριές διαφωνίες, κι όταν κανένα γιατρικό δεν έπιανε, πετιόταν ο πιο πονηρός κι έλεγε ένα «Πάμε στοίχημα ρε;» (το γνωστό με τα τρία άλφα δεν ήταν ακόμα πασατέμπος, το «ρε» ήταν ήδη πολύ). Αλλά σπάνια άκουγε σαν ανταπάντηση ένα «Πάμε ρε!» Τι να βάλουμε άλλωστε; Εναν-δυο βόλους, όχι από τους αγαπημένους μας, μια τσίχλα, ένα μπιράλ αν ήταν γιορτές κι αν υπήρχε μπιράλ στα μέρη μας. Αυτός, πάντως, που πρότεινε πρώτος να πάμε στοίχημα δεν ποντάριζε στο ότι θα έβγαινε αληθινός και θα κέρδιζε, αλλά στο ότι ουδείς θα δεχόταν να πάει στοίχημα. Μας φαινόταν χαζό να λύνουμε έτσι τις διαφορές μας.

Αυτά, μικροί. Γιατί κάποια στιγμή, είναι μοιραίο, μα στα είκοσι, μα στα τριάντα, μεγαλώνεις. Και σαν μεγάλοι, πάμε στοίχημα στα στοιχηματατζίδικα, όπου ή εμείς χάνουμε ή αυτοί κερδίζουν. Είναι πάντως και μερικοί τυχεροί που δεν γερνούν με τίποτε, λες και τα χρόνια περνούν έξω απ’ το μυαλό τους. Και παιδιαρίζουν. Ή παλιμπαιδίζουν. Βάζοντας συνεχώς στοιχήματα, για να κάνουν το κομμάτι τους. Ή μάλλον προκαλώντας τους άλλους, «αν τολμούν, να βάλουν στοίχημα μαζί τους». Βέβαιοι ότι ουδείς θ’ ασχοληθεί με την πρόκλησή τους. Να, όπως ο κ. Γεωργιάδης της νοσούσας Υγείας. Μαιτρ των τηλεστοιχημάτων. Μαιτρ, δηλαδή, μιας μαγκιάς εκ του ασφαλούς, ανέξοδης, που και μικροί δεν τη θεωρούσαμε σοβαρή. Εφόσον ουδείς καταδέχεται να τσιμπήσει, ο υπουργός νιώθει απόλυτος νικητής. Ανευ αγώνος; Ε και; Πάμε στοίχημα ότι αυτό ουδόλως απασχολεί την κομπορρημοσύνη του;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή