Οταν η μπάλα ήταν στρογγυλή

Οταν η μπάλα ήταν στρογγυλή

5' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Λες καμιά φορά σε εικοσιπεντάρηδες, και σε τριαντάρηδες ακόμα, πως ήσουν εκεί, αυτόπτης μάρτυς μάλλον άναυδος, όταν ήρθε το ηλεκτρικό, το ρεύμα, το φως και σε κοιτάζουν σαν να κοιτάζουν υπεραιωνόβιο. Εναν Μαθουσάλα που βρήκε τρόπο να κρύβει τις βαθιές ρυτίδες σώματος και ψυχής. Νιώθουν την ίδια έκπληξη που θα ένιωθαν αν τους έλεγες πως μόλις την τελευταία στιγμή, λόγω κρυολογήματος, διάλεξαν τον Νιλ Αρμστρογκ αντί για σένα, κι έχασες έτσι το ταξίδι στη Σελήνη. Ενας κόσμος χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς φως, θέρμανση, ψυγείο, πικάπ, μαγνητόφωνο, και από μια στιγμή κι έπειτα τηλεόραση, βίντεο, κομπιούτερ, Ιντερνετ, είναι γι’ αυτούς ένας κόσμος όχι απλώς προπολεμικός αλλά προϊστορικός. Και βεβαίως προπολιτισμικός, αφού τον πολιτισμό έμαθαν να τον εννοούν και να τον ζουν αποκλειστικά εξηλεκτρισμένο.

Από την εξίσωση του Λένιν, «εξηλεκτρισμός + σοβιέτ = σοσιαλισμός», φτάσαμε στην ταυτότητα ηλεκτρισμός = πολιτισμός. Η οποία ισχύει πλέον για όλες τις ηλικίες. Δεν έχει κλείσει καν τα δύο χρονάκια της μια ανιψούλα μου, βλέπει πάνω στο χαμηλό τραπεζάκι έναν τόμο από την ανθολογία της εφημερίδας με τους ποιητές, τον πασπατεύει, ψάχνει για φωτογραφίες, βγάζει στο τέλος το σιντί και βζουτ… τρέχει σ’ αυτό το πολυμηχάνημα, που και το όνομά του μου διαφεύγει και τα κουμπιά του. Είναι σίγουρη πως θα δει κάτι σαν τις «Αριστόγατες» ή τη «Μουλάν», που τα ξέρει ήδη απέξω και ανακωτά. Τι μπορεί να σημαίνει γι’ αυτήν σε δέκα-δεκαπέντε χρόνια «ένας κόσμος δίχως ηλεκτρικό»; Ο,τι ακριβώς σημαίνει και για τους σημερινούς έφηβους και μεταέφηβους, που απαντούν με το αγαπημένο τους κλισέ: «Δεν υπάρχει».

Πότε ακριβώς ήρθε το ηλεκτρικό στο χωριό δεν το θυμάμαι πια· ούτε και σώθηκε στη μνήμη η μοίρα του θησαυρού που αποκτούσαμε μαζεύοντας όποιο άχρηστο καλώδιο ή πορσελάνινο θραύσμα παρατούσαν οι ηλεκτροτεχνίτες. Ακόμα και τα όντως μοναδικά και ανεπανάληπτα γεγονότα που σημαδεύουν τη μικροϊστορία σου και λες ότι δεν θα τα ξεχάσεις ποτέ, έρχεται κάποια ώρα και λιώνουν και αυτά μέσα στο μνημονικό υλικό, σχεδόν εξισωμένα με τα ταπεινά συμβάντα. Μένουν σαν αναμνήσεις δίχως χρονολογία, που μπορεί να τις ανακαλέσει ζωηρές και οξύτατα σαφείς όχι καλά και σώνει μια γλυκιά μαντλέν όπως στο «Αναζητώνας τον χαμένο χρόνο» του Προυστ, αλλά μισό τραγούδι, μια γεύση, ένα άγγιγμα.

Τον Ιούνιο του 1970, πάντως, είχαμε ηλεκτρικό στο χωριό. Και -θαύμα θαυμάτων- είχαμε και τηλεόραση. Την είχε κουβαλήσει από το Μόναχο ένας από τους τόσους μετανάστες μας που είχαν ορκιστεί «ποτέ στη Γερμανία», και βρέθηκαν εκεί με σκυμμένη ψυχή. Δεν είχε καζαντίσει. Μόνο το μαγικό κουτί είχε φέρει σαν περιουσία. Και σκέφτηκε πως δεν θα ’ταν άσχημη ιδέα να κάνει κοινωνούς του Μουντιάλ τους ποδοσφαιρόφιλους συγχωριανούς με κάποια μικρή αμοιβή. Πενηνταράκι; Φράγκο; Ούτε αυτό το θυμάμαι. Λιανώματα πάντως. Τα πιτσιρίκια, που δεν μας περίσσευαν τα λιανά γιατί δεν είχαμε χοντρά να τα χαλάσουμε, τη βολεύαμε με δυο-τρεις χούφτες φασόλια, αυτή ήταν η καλή παραγωγή της περιοχής, κρυφά βουτηγμένα από τον οικογενειακό σωρό.

Εκεί και τότε έγινα Βραζιλία. Γίναμε Βραζιλία. Ολοι. Σε όλα τα άσημα χωριά του πλανήτη, αλλά και στις μεγαλουπόλεις του. Καλή και η Ιταλία, με Ρίβα, Ματσόλα, Ριβέρα, Μπονισένια, καλή και η Γερμανία με Μπεκενμπάουερ, Ζέελερ και Γκερντ Μίλερ, καλή και η Αγγλία με Γκόρντον Μπανκς, Μπόμπι Τσάρλτον και Τζεφ Χαρστ, αλλά σαν τη Βραζιλία καμία. Ακόμα θυμάμαι απέξω την ενδεκάδα της, αν και κολλάω πάντα στο ξεκίνημα, στο όνομα του τερματοφύλακα, του Φέλιξ· ίσως επειδή φάνταζε περιττός στην ομάδα. Οι άλλοι δέκα τρέχουν σαν νεράκι στη μνήμη, καλπάζουν μάλλον, όπως ο Κάρλος Αλμπέρτο στο τέταρτο γκολ του τελικού: Μπρίτο, Πιάτσα, Εβεράλντο, Κλοντοάλντο, Κάρλος Αλμπέρτο. Και ύστερα πέντε σούπερ δεκάρια μαζεμένα σε μια ομάδα: Τοστάο, Ζέρσον, Ζαϊρζίνιο, Ριβελίνο – και ο Πελέ. Που ξέραμε ολόκληρο το όνομά του: Εντσον Αράντες ντο Νασιμέντο. Και το μικρό τού Μπρίτο: Χέρκουλες. Μας είχε εντυπωσιάσει, όσο και το όνομα του Σόκρατες αργότερα, λαμπρού ανθρώπου και εξαιρετικού παίκτη, εισηγητή της «κορινθιακής δημοκρατίας» στο ποδόσφαιρο. Πολύ συχνά ακούς ανθρώπους από τη Λατινική Αμερική να μιλούν με σέβας για την αρχαία Ελλάδα και σκέφτεσαι πόσο ανάγωγα φερόμαστε στο μπραντ νέιμ που μας δόθηκε.

Πολλά άλλα δεν τα ξέραμε βέβαια. Δεν τα έλεγαν οι σπίκερ στην τηλεόραση. Πού να τα μάθουμε; Στο μεσημεριανό τέταρτο που ξεκλέβαμε, όταν οι μεγάλοι κάπως ξεκουράζονταν, για να τρυπώσουμε στο καφενείο και να ρίξουμε βιαστικές ματιές στο «Φως των Σπορ», ένα κι αυτό σε όλο το χωριό; Δεν ξέραμε, λ.χ., ότι λίγους μήνες πριν αρχίσει το Μουντιάλ στο Μεξικό, δύο χιλιόμετρα υψόμετρο με ζέστη ανυπόφορη, είχε ξεσπάσει πόλεμος, ο «Πόλεμος των Εκατό Ωρών», ανάμεσα στην Ονδούρα και στο Ελ Σαλβαδόρ, με τη φωτιά ν’ ανάβει στη διάρκεια του προκριματικού αγώνα μεταξύ των δύο εθνικών. Αν είχε τύχει να το ακούσουμε, απλώς θα μέναμε με το στόμα ανοιχτό από την απορία μας, την άρνησή μας να δεχτούμε ότι γίνονται τέτοια πράματα με την μπάλα. Γιατί κι εμείς όταν παίζαμε μπάλα όπου βρίσκαμε δέκα μέτρα ανοιχτά, ακόμα κι ανάμεσα σε γέρικες ελιές, αγριεύαμε, τσακωνόμασταν, πεισμώναμε· στο τέλος όμως, ώρες μετά, πάλι φίλοι, όλοι φίλοι. Αλλά αυτό το δικαίωμα στην απορία, η δυνατότητα στην απορία, είναι το πλεονέκτημα των παιδιών. Που δεν ξέρουν ποτέ πως έχει ημερομηνία λήξεως.

Θα φταίει βέβαια και η νοσταλγία, μονίμως παθιασμένη με τον εξωραϊσμό. Πάντως η μπάλα και τότε και για κάμποσα χρόνια αργότερα ήταν στρογγυλή. Δεν είναι πια. Δεν μας φαίνεται πια στρογγυλή, ακόμα και την ώρα που, μεσόκοποι, πεταγόμαστε πάνω μ’ ένα γκολ της ομάδας «μας», με κίνδυνο να φύγουν οι βίδες. Εχει αιχμές, γωνίες, οιδήματα. Τα έχουν δημιουργήσει η ακόρεστη όρεξη για χρήμα και ισχύ, μιντιακή και πολιτική, όσων μπλέκονται με το ποδόσφαιρο για να το σύρουν στον δικό τους ξεροτάπητα. Τα έχει δημιουργήσει το πολύ ψέμα που βλέπουμε πια ότι κιβδηλεύει αυτό που φάνταζε στα μάτια μας σαν το πιο αληθινό των πραγμάτων. Φαίνεται ότι τα ίδια περίπου βλέπουν και οι Βραζιλιάνοι. Ελεγαν γι’ αυτούς οι θρύλοι πως όταν πρόκειται για την μπάλα, μένουν πάντα παιδιά. Και όμως, συνέχισαν να διαμαρτύρονται και να διαδηλώνουν μέχρι τέλους. Να θυμίζουν πως άλλο ζωή κι άλλο μπάλα. Και πως η ζωή των πολλών είναι πιο άδεια και από τρύπια μπάλα. Κι έτσι η επιστροφή του παιχνιδιού στην πατρίδα του βγήκε στενάχωρη. Οπως κάθε επιστροφή.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή