Πού πάμε;

4' 4" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η χώρα αυτή προχωρεί –όταν προχωρεί– με ένα βήμα μπροστά και μισό βήμα προς τα πίσω. Για ό,τι θετικό γίνεται, είτε επειδή αυτό μας επιβάλλεται άνωθεν και το κάνουμε με το στανιό είτε επειδή βρίσκεται πότε πότε κανένας αγαθός να πιστέψει στο κοινό συμφέρον και να παραμερίσει το στενά προσωπικό του, πάντα ακολουθούν διορθωτικές κινήσεις και προσαρμογές για τον κατευνασμό των θιγομένων. Ετσι, αυτό το λίγο που μένει κάθε φορά από την αφαίρεση είναι η πρόοδος. Αυτό, πάνω-κάτω, συνέβαινε ώς τώρα στα δύο χρόνια της συγκυβέρνησης Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ. Αν θα εξακολουθήσει να συμβαίνει από εδώ και στο εξής είναι αβέβαιο· και αιτία της αβεβαιότητας είναι η αλλοπρόσαλλη κυβέρνηση που προέκυψε μετά τις ευρωπαϊκές εκλογές.

Ανεξαρτήτως της σωρείας λαθών και επιπολαιοτήτων που διέπραξε πριν και μετά τον εκλογικό αγώνα, ο ΣΥΡΙΖΑ (Τ-Λ/Λ-Τ) ήταν τελικά ο νικητής των ευρωεκλογών. Οχι τόσο χάρη στις περίπου τέσσερις μονάδες που τον έφεραν μπροστά από τη Ν.Δ., αλλά κυρίως επειδή ο εκλογικός αγώνας διεξήχθη με τους πολιτικούς όρους που έθεσε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ (Τ-Λ/Λ-Τ) διάλεξε το πεδίο της αναμέτρησης και με τον τρόπο αυτό έκανε το σημαντικό βήμα για την τελική νίκη: κέρδισε τη μάχη πρώτα μέσα στο κεφάλι του αντιπάλου του. Ψηφίσαμε για ευρωβουλευτές πιστεύοντας ότι ψηφίζουμε για κυβέρνηση. Δεν μπορώ να πω μέχρι ποίου βαθμού επικράτησε στους ψηφοφόρους αυτή η αντίληψη για τις ευρωεκλογές, σημασία έχει ότι την αποδέχθηκε εκ προοιμίου η σημερινή κυβέρνηση. Εξ ου ο πανικός μετά το αποτέλεσμα και το περίεργο κυβερνητικό εξάμβλωμα που προέκυψε μετά τον ανασχηματισμό.

Εν πάση περιπτώσει, αυτά έγιναν και τώρα δεν ξεγίνονται. Το μόνο που μένει να δούμε τώρα, ώστε να μπορούμε να κάνουμε βάσιμες υποθέσεις για το μέλλον, είναι αν το εξάμβλωμα μπορεί να λειτουργήσει μέσα στο πλαίσιο των κατευθύνσεων που έχει δώσει ο πρωθυπουργός. Αν, δηλαδή, είναι δυνατόν να μην απειληθεί η επιτυχία της κυβέρνηση στο μακροοικονομικό επίπεδο και, ταυτοχρόνως, να εφαρμοσθούν και «φιλολαϊκές» πολιτικές. Ας βάλουμε κάτω, λοιπόν, με τη σειρά τα διαθέσιμα στοιχεία κι έπειτα βλέπουμε αν βγάζουν νόημα.

Το πρώτο πλήγμα ήταν η απομάκρυνση του Χάρη Θεοχάρη: του τεχνοκράτη που η δουλειά του ήταν να εφαρμόζει αποτελεσματικά τη φορολογική πολιτική που αποφάσιζαν άλλοι, δηλαδή η κυβέρνηση. Οτι ο Θεοχάρης πλήρωσε με την αποπομπή του την επιτυχία του είναι κάτι το οποίο έχει σοκάρει τους Ευρωπαίους που παρακολουθούν την εξέλιξη των πραγμάτων στην Ελλάδα. Γνωρίζοντας μάλιστα ότι η συγκεκριμένη αλλαγή μεθοδευόταν πριν από την Κυριακή των ευρωπαϊκών εκλογών, το γεγονός ερμηνεύεται ως ένδειξη απελπισίας, που τείνει να ξεφύγει από τον έλεγχο.

Την ερμηνεία αυτή ενισχύουν και οι παραφωνίες στο εσωτερικό της νέας κυβέρνησης. Δεν περνάει μέρα χωρίς να προστεθεί ακόμη μία φωνή που καλεί σε αλλαγή πορείας. Ο πρόεδρος της ΣΥΜ.ΕΛΛ. Ανδρέας ο Λοβέρδος, κατ’ αρχάς, αμφισβητεί ευθέως ως υπουργός Παιδείας την πολιτική της διαθεσιμότητας και ζητεί την «αναθεώρησή» της, δηλαδή την κατάργησή της. Ανενδοίαστα ο νέος υπουργός κηρύσσει την επιστροφή στον ανεδαφικό βολονταρισμό της εποχής πριν από την κρίση, όταν λ.χ. δηλώνει απρόθυμος να ασχοληθεί με τα «οικονομικά της παιδείας» ή όταν μας λέει ότι δεν μπορεί να εφαρμόσει τον προϋπολογισμό, επειδή ο ίδιος δεν τον ψήφισε. (Περίπου όπως το ΚΚΕ δεν δέχεται το Σύνταγμα επειδή δεν το έχει ψηφίσει…) Δικαίως μπορεί να απορεί ο καθένας, επομένως, για τους λόγους που έκαναν τον Α. τον Λοβέρδο να μετάσχει στην κυβέρνηση. Από κοντά και η Ελίζα Βόζεμπεργκ, που ουσιαστικά ενθαρρύνει τις καθαρίστριες όταν τους λέει ότι έχασαν μια μάχη αλλά όχι τον πόλεμο, όπως επίσης και ο φωνακλάς Ντινόπουλος που θεωρεί δικαιολογημένες τις ανησυχίες των Μπαλασόπουλων της ΠΟΕ-ΟΤΑ.

Με αυτές τις συνθήκες, πώς είναι δυνατό να ολοκληρωθεί το πρόγραμμα των 6.500 απολύσεων από το Δημόσιο, που απομένουν ώς το τέλος του χρόνου; Θα μπορούσε, ενδεχομένως, να ελπίζει κάποιος στη δυνατότητα του πρωθυπουργού να επιβάλει την κατεύθυνση που ο ίδιος δηλώνει επισήμως ότι θέλει για την κυβέρνηση, αν δεν υπήρχε μια όχι και τόσο μικρή λεπτομέρεια που δεν μας το επιτρέπει: ότι αυτά τα πρόσωπα είναι επιλογές του πρωθυπουργού ― δεν του τα επέβαλε κανείς. Γενικότερα όμως, η αντιφατικότητα λόγων και πράξεων στη στάση του πρωθυπουργού είναι έκδηλη. Δηλώνει, π.χ., σε συνέντευξή του ότι «οι μεταρρυθμίσεις πέρασαν στην κοινωνία ως πικρό χάπι και όχι ως λύτρωση από χρόνια προβλήματα», αλλά γιατί τότε απάλλαξε την κυβέρνηση από εκείνους που υπερασπίζονταν δυναμικά τις μεταρρυθμίσεις και επιβράβευσε όσους τις αμφισβητούσαν από τα τηλεπαράθυρα;

Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα, είναι φυσικό να εκδηλώνονται διαλυτικές τάσεις και από πλευράς του μικρότερου από τους κυβερνητικούς εταίρους. Ο Ευάγγελος ο Βενιζέλος προτρέπει απεριφράστως τα προερχόμενα από το ΠΑΣΟΚ κυβερνητικά στελέχη να λειτουργούν στην κυβέρνηση «πρωταρχικά ως εκπρόσωποι του ΠΑΣΟΚ». Γι’ αυτό και τους καλεί «να έχουν συνολική εποπτεία όσων συμβαίνουν στον χώρο τους, ακόμη και πέρα από τις τυπικές αρμοδιότητες που τους έχουν ανατεθεί».

Μπορεί να πάει πουθενά αυτή η κυβέρνηση; Σύντομα θα ξέρουμε. Φοβάμαι, όμως, ότι είναι σαν ένα καρτούν που συνεχίζει να τρέχει, χωρίς να έχει αντιληφθεί ότι βρίσκεται στο κενό, με τον γκρεμό να ανοίγεται από κάτω…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή