Πώς οι ιδιωτικοποιήσεις μπορούν να επαναφέρουν την Ελλάδα στο επίκεντρο

Πώς οι ιδιωτικοποιήσεις μπορούν να επαναφέρουν την Ελλάδα στο επίκεντρο

4' 54" χρόνος ανάγνωσης

Οι επισκέψεις τoυ Κινέζου πρωθυπουργού και του Αζέρου προέδρου με τη συνοδεία επιχειρηματιών, καθώς και η πύκνωση των συναντήσεων με πλήθος αντιπροσωπειών, φέρνουν την Ελλάδα στο προσκήνιο έντονων διεργασιών, σχετιζόμενων κατά κύριο λόγο με τις εν εξελίξει ιδιωτικοποιήσεις.

Η χώρα μας, ευρισκόμενη σε κρίσιμη καμπή, επιδιώκει, αναδεικνύοντας τις συγκριτικές της δυνατότητες, να αποκομίσει στρατηγικά οφέλη. Πράγματι, η προσέλκυση επενδύσεων, αν και σε χρόνο που η βάση διαπραγμάτευσης δεν νοείται ευνοϊκή, μπορεί, αν γίνει με ορθό τρόπο, να καταστήσει την οικονομία μας ανταγωνιστικότερη. Αρκεί να αξιοποιήσουμε στο έπακρον τα πλεονεκτήματα μας, που, δυστυχώς, δεν είναι τόσο απόρροια δικών μας πρωτοβουλιών ή δομικών ανακατατάξεων, όσο αποτέλεσμα της ευλογημένης θέσης μας και των κλιματολογικών συνθηκών. Πέρα από τον τουρισμό και τη ναυτιλία, ο αγροτικός τομέας και η –μικρή πλην όμως χρήσιμη–συνεισφορά του στη διατροφική αλυσίδα, η διαμετακόμιση αγαθών με τη διάνοιξη μεταφορικών διόδων, καθώς και η μετεξέλιξη σε ενεργειακό δίαυλο (εξωχώριων και εγχώριων υδρογονανθράκων), φαντάζουν οι πιο υποσχόμενοι τομείς.

Υπάρχουν, ωστόσο, κάποια προαπαιτούμενα που, δυστυχώς, προσώρας δεν τηρούνται. Κατ’ αρχάς, πρέπει να ομογενοποιηθεί το «πακέτο» ώστε αφενός να εξυπηρετούνται οι στρατηγικοί στόχοι της ελληνικής πολιτείας, αφετέρου να αποτραπεί η διασπορά κεφαλαίων. Βάσει του νέου μοντέλου ανάπτυξης που θέλουμε να ακολουθήσουμε, θα προσφέρουμε ανάλογα κίνητρα συμμετοχής σε αυτούς που μπορούν καλύτερα να μας οδηγήσουν σε αυτό. Ασφαλώς, χρειάζεται να προχωρήσουν τάχιστα οι αυτονόητες διαρθρωτικές αλλαγές και ο συνεπαγόμενος εκσυγχρονισμός της λειτουργίας του κράτους, να καταστεί μακροχρόνια σταθερό και αξιόπιστο το φορολογικό περιβάλλον και να καμφθεί η αντιδραστική νοοτροπία απέναντι σε οτιδήποτε δεν διασφαλίζει συντεχνιακά συμφέροντα. Η Ελλάδα οφείλει να μετατραπεί σταθερά –και χωρίς εκπτώσεις– σε κανονικό κράτος και να «φράξει» τις τρύπες του συστήματος, οι οποίες, αντί να προστατεύουν τους υγιείς επενδυτές, προσφέρουν ευκαιρίες επικράτησης νοσηρών μεθόδων και πρακτικών. Εν τη απουσία πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης, πάντως, η όποια κυβέρνηση, εν μέρει δικαιολογημένα, στερείται της βούλησης να κινηθεί με αποφασιστικότητα για να επιτύχει γρήγορα και απτά αποτελέσματα.

Από την άλλη, η διευκόλυνση μελλοντικών επενδυτών έχει κανόνες και δεν πρέπει να θυσιαστεί στον βωμό της απορρόφησης εύκολου χρήματος έναντι οποιουδήποτε τιμήματος (π.χ. προστασία θέσεων και συνθηκών εργασίας). Η διαφάνεια των συναλλαγών και η πιστή τήρηση των διαγωνιστικών διαδικασιών διαφοροποιεί τις ανεπτυγμένες από τις αναπτυσσόμενες χώρες. Εντούτοις, η δυσκολία προώθησης συμφωνιών σε διμερές, διακρατικό επίπεδο τις τοποθετεί στη μέγγενη της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, που ορισμένες φορές μεταφράζεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά το δοκούν. Δεδομένου ότι τα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις κατευθύνονται στο χρέος, μη υλοποίηση τους επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό, οδηγώντας αναπότρεπτα σε νέα εισπρακτικά μέτρα. Απαιτείται, συνεπώς, ένα εναλλακτικό σενάριο με συμπερίληψη εξαιρέσεων στην περίπτωση της Ελλάδας. Αυτό είναι αναφαίρετο δικαίωμά μας και μάλιστα κράτη-μέλη ευρισκόμενα υπό μικρότερη πίεση το έχουν πολλές φορές πετύχει. Εμείς, υπό μη κανονικές συνθήκες, οφείλουμε να πείσουμε τους Ευρωπαίους εταίρους μας ότι η επιτυχία του εγχειρήματος (που απαιτεί ούτως ή άλλως βίαιες προσαρμογές σε σύντομο χρόνο) προϋποθέτει μεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεων, αντί της επιτακτικής συμμόρφωσης σε ένα αυστηροποιημένο επενδυτικό πλαίσιο, στοιχείο που προκαλεί επιπλέον προσκόμματα στις ιδιωτικοποιήσεις.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο τομέας της ενέργειας, όπου καταγράφεται η αποτυχία πώλησης της ΔΕΠΑ, η πίεση, εν μέσω κρίσης, για ανάκληση του υφιστάμενου τρόπου διανομής και λιανικής προμήθειας από πλευράς ΕΠΑ και σημαντικές δυσκολίες στην εξαγορά του ΔΕΣΦΑ από την αζερική Socar – με το βλέμμα στραμμένο προς την Gazprom. Η πολιτικοποίηση εσχάτως των κινήσεων της Commission, λόγω της κρίσης στην Ουκρανία, δυσχεραίνει έτι περαιτέρω την ελληνική θέση. Αλλά υπογραμμίζει την ανάγκη να σταθούμε απέναντι (ιδανικά με ad hoc συμμαχίες με κράτη που συμπλέουμε εντός της Ε.Ε.) σε οτιδήποτε υπονομεύει τα εθνικά μας συμφέροντα, αντί της υποχρέωσης να δίνουμε συνεχώς διαπιστευτήρια καλών προθέσεων στις Βρυξέλλες. Εντός αυτού του πλαισίου, διεκδικούμε εξομάλυνση και μεγαλύτερα χρονικά περιθώρια στη μετάβαση σε ένα άλλο οικονομικό και παραγωγικό υπόδειγμα και διαπραγματευόμαστε κάθε πτυχή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας που μας αφορά για να αντιπαρέλθουμε κατόπιν το επιχείρημα ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απλώς και μόνον επιβλέπει την τήρηση αυτής.

Η xώρα μπορεί να «πουλήσει» γεωγραφική θέση

Το γεγονός ότι εταιρείες προερχόμενες από χώρες εκτός Ε.Ε. αντιμετωπίζονται με σκεπτικισμό από συγκεκριμένους ευρωπαϊκούς κύκλους, ειδικότερα σε μία χρονική περίοδο ασθενικής ανάπτυξης της Γηραιάς Ηπείρου, δεν προξενεί εντύπωση. Παρ’ όλα αυτά, το επιχείρημα ότι οι περισσότερες εξ αυτών σχετίζονται άμεσα με τα κέντρα λήψης αποφάσεων, με επακόλουθο η οικονομική τους διείσδυση να κινδυνεύει να μετουσιωθεί σε πολιτική επιρροή, έχει μεν βάση, δεν ευσταθεί δε. Διότι ο τρόπος προστασίας των επενδύσεων και κατόπιν παγίωσης της θέσης τους δεν διαφέρει σε τίποτα από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό.

Αρα, οι όποιες ανησυχίες πιθανόν εκφραστούν, υπό τη μορφή παραινέσεων, δεν αποτελούν τίποτα περισσότερο από ευσεβείς πόθους δυνάμεων που δεν μπορούν να τις ανταγωνιστούν κεφαλαιακά και επιδιώκουν την περιχαράκωση της Ευρώπης.

Στην εποχή της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και της έντονης αλληλεξάρτησης, κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο. Και ανεπιθύμητο, από τη στιγμή που μέσα από την εμπέδωση των σχέσεών μας με χώρες όπως η Κίνα διευρύνουμε τις συμμαχίες μας, αποκτώντας μεγαλύτερα περιθώρια διαπραγματευτικών ελιγμών.

Εν προκειμένω, το Πεκίνο έχει ένα περισσότερο πρακτικό τρόπο προσέγγισης των επενδυτικών ευκαιριών, δεν φείδεται χρημάτων –χωρίς να τα σκορπάει αλόγιστα– και δείχνει πρόθυμο να αναλάβει ρίσκα. Στην Ελλάδα βλέπει ένα καθοριστικό για την πρόσβασή του στην ευρωπαϊκή αγορά εταίρο, ένα δυνάμει εμπορικό κόμβο μεταφοράς. Η γεωγραφική μας θέση αποτελεί το ισχυρότερο ατού και η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η δημιουργία διασυνδετήριας γραμμής με την Κεντρική Ευρώπη. Σε αυτό το πακέτο συμπεριλαμβάνονται λιμάνια, υποδομές και το σιδηροδρομικό δίκτυο με τις απαιτούμενες βελτιώσεις.

Η εμπλοκή στην εξαγορά αεροδρομίων, η αύξηση στη ζήτηση/εισαγωγή ελληνικών προϊόντων (υπό προϋποθέσεις), ακόμη και η αναβίωση της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, αποτελούν το αναγκαίο συμπλήρωμα ώστε να καταστεί δελεαστική η κινεζική παρουσία.

Από τη στιγμή που οι επικείμενες ιδιωτικοποιήσεις αναμένεται να καθορίσουν τον μελλοντικό μας προσανατολισμό, οφείλουμε να αντιληφθούμε εγκαίρως ότι οι αποφάσεις μας δεν πρέπει να είναι τμηματικές, αλλά να αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι ενός στοχοπροσηλωμένου σχεδίου. Μία συμμετρική και ισορροπημένη πολιτική με πλουραλιστική διάθεση, μακριά από φοβικά σύνδρομα αλλά και δυσεκπλήρωτες δεσμεύσεις, συγκεντρώνει μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας και στρατηγικής αναβάθμισης της χώρας.

* O δρ Κ. Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT