Δύο αναγνώσεις, διττό συμπέρασμα

Δύο αναγνώσεις, διττό συμπέρασμα

4' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η επικείμενη τεσσαρακοστή επέτειος της κατάρρευσης του αυταρχικού καθεστώτος των συνταγματαρχών και της απαρχής της διαδικασίας μετάβασης και παγίωσης της πιο αυθεντικής δημοκρατίας στη νεότερη Ιστορία της Ελλάδας παρέχει μια ευπρόσδεκτη ευκαιρία για μια αποφορτισμένη προσέγγιση ενός ιστορικού γεγονότος, που αναμφισβήτητα έχει αποκτήσει ιδιαίτερη βαρύτητα στο φαντασιακό επίπεδο της ελληνικής κοινωνίας και επηρεάζει καθημερινά και συστηματικά τόσο τον πολιτικό της βίο όσο και την εν γένει κοινωνική και πολιτισμική της πραγματικότητα.

Χρησιμοποιώ τον όρο «αποφορτισμένη προσέγγιση» προκειμένου αφενός να αναγνωρίσω το γεγονός ότι, προϊόντος του χρόνου (και ολοένα και πιο έντονα όσο πλησιάζουμε στο παρόν), η Μεταπολίτευση έχει καταστεί αντικείμενο αποκλινουσών αποτιμήσεων, καθώς και διογκούμενης και συχνά οξείας και απαξιωτικής κριτικής και αφετέρου να προτείνω μια εναλλακτική προσέγγιση που επιχειρεί κατ’ αρχάς να αναδείξει τη σημασία της ως ιστορικού γεγονότος μείζονος βαρύτητας που πρέπει με κάθε τρόπο να διαφυλαχθεί και στη συνέχεια να αναλύσει με μέγιστη συντομία την πορεία της ως πολιτικής, πολιτισμικής και κοινωνικής κληρονομιάς, την οποία διαπραγματευόμαστε και διαμορφώνουμε συνεχώς, τόσο συλλογικά όσο και ατομικά.

Υπ’ αυτήν την οπτική γωνία, θεωρώ χρήσιμη τη διαφοροποίηση μεταξύ δύο διακριτών, εν πολλοίς συμπληρωματικών αλλά και εν μέρει αποκλινουσών, αναγνώσεων και τρόπων κατανόησης, ανάλυσης και ερμηνείας της Μεταπολίτευσης. Η πρώτη αντιλαμβάνεται το σύνθετο αυτό φαινόμενο κατά τρόπο συσταλτικό και αυστηρά οριοθετημένο χρονολογικά, ως ιστορικό γεγονός μείζονος σημασίας, το οποίο (α) σηματοδοτεί την εγκαθίδρυση του πρώτου αυθεντικά δημοκρατικού καθεστώτος στη νεότερη Ιστορία της Ελλάδας, (β) εγκαινιάζεται με την κατάρρευση του αυταρχικού καθεστώτος των συνταγματαρχών και την παράδοση της εξουσίας στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, (γ) χαρακτηρίζεται πάνω απ’ όλα από τη ριζική αναδιάταξη των δομικών συνιστωσών της ελληνικής πολιτείας (εγκαθίδρυση αβασίλευτης δημοκρατίας, νομιμοποίηση όλων των πολιτικών δυνάμεων, απεγκλωβισμός από την πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά διχαστική κληρονομιά της μετεμφυλιακής περιόδου, τελεσίδικη απεμπλοκή των ενόπλων δυνάμεων από την πολιτική ζωή, δημιουργία μαζικών κομμάτων ικανών να παράσχουν δυνατότητα έκφρασης σε κοινωνικές δυνάμεις που κάλυπταν όλο το πολιτικό φάσμα και μετατόπιση του κέντρου βάρους του πολιτικού συστήματος από εξωθεσμικά κέντρα αποφάσεων προς ένα κοινοβούλιο-προϊόν ελεύθερων και ακριβοδίκαιων εκλογών και προς την εκάστοτε αναδεικνυόμενη από αυτό κυβέρνηση) και (δ) έκλεισε τον κύκλο του με την ολοκλήρωση αφενός των διαφόρων εσωτερικών διαδικασιών, μέσω των οποίων τέθηκαν σε λειτουργία οι νέοι θεσμοί της πολιτείας (κοινοβουλευτικές εκλογές 1974 και 1977, δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος, υιοθέτηση νέου Συντάγματος, αποτελεσματικός χειρισμός των προκλήσεων που συνδέονταν με την αντιμετώπιση του αυταρχικού παρελθόντος) και αφετέρου της διαδικασίας προσχώρησης της Ελλάδας στην τότε Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τη, μέσω αυτής, διασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας που, μεταξύ άλλων, προσέφερε η ένταξη στο ευρωπαϊκό θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο, καθώς και στον νομικό πολιτισμό της Κοινότητας και στους κανόνες του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας που ταυτίζονται με αυτόν. Χρονολογικά, η ανάγνωση αυτή κατανοεί τη Μεταπολίτευση ως εκτεινόμενη κατ’ ελάχιστον μέχρι τη διεξαγωγή των δεύτερων εκλογών υπό τους κανόνες του νέου πολιτεύματος (1977) και, εναλλακτικά –με κριτήριο τη διαδικαστικά άψογη εναλλαγή στην εξουσία– μέχρι τις εκλογές του 1981, που ταυτόχρονα σηματοδοτούν και την ολοκλήρωση της διαδικασίας παγίωσης του νέου δημοκρατικού καθεστώτος.

Πρόκειται, εν ολίγοις, για ένα επίτευγμα μείζονος ιστορικής σημασίας, το οποίο (α) κατέστησε δυνατή την ένταξη της Ελλάδας στην κατηγορία των «προηγμένων» δημοκρατιών, (β) εγκαινίασε μια πορεία σταδιακής αλλά προϊούσας ενσωμάτωσης στους θεσμούς και διαδικασίες που διακρίνουν τον επίλεκτο κόσμο των ανεπτυγμένων κρατών, (γ) αναδιαμόρφωσε ριζικά το κυρίαρχο πολιτικό διακύβευμα της χώρας, υποκαθιστώντας το διαχρονικό δίλημμα «δημοκρατία ή αυταρχισμός» με το ερώτημα «τι είδους δημοκρατία επιθυμούμε;» και (δ) στοιχείο κρίσιμης βαρύτητας, δημιούργησε τις προϋποθέσεις και τις προσδοκίες για ένα πιο δίκαιο, αλλά και ακριβοδίκαιο (fair) κράτος, ικανό να ισορροπήσει αποτελεσματικά μεταξύ των αποκλινουσών επιταγών που προκύπτουν αφενός από την πλειοψηφική λογική της δημοκρατίας (και τον υποκρυπτόμενο σε αυτήν κίνδυνο της «τυραννίας της πλειοψηφίας») και αφετέρου από τη λογική της κατοχύρωσης των δικαιωμάτων του ατόμου αλλά και των μειοψηφιών, που εκφράζει και προστατεύει η έννοια του κράτους δικαίου. Για ένα κράτος, με άλλα λόγια, διατεθειμένο να προβλέψει και να προαγάγει όχι μόνο τη δημοκρατία, αλλά και την ποιότητά της. Πρόκειται, εν συντομία, για μια ιστορικής σημασίας κατάκτηση που αξίζει και πρέπει να διαφυλαχθεί πάση θυσία.

Η δεύτερη, διασταλτική, ανάγνωση της Μεταπολίτευσης διαφέρει από την πρώτη σε δύο κυρίως σημεία: χρονολογικά, κατανοεί τον όρο υπό μια ευρεία έννοια, ως μια μακρά περίοδο η οποία εκτείνεται από τη στιγμή της μετάβασης στη δημοκρατία το 1974 έως το παρόν. Από πλευράς περιεχομένου –η οποία είναι και η σημαντικότερη– η δεύτερη ανάγνωση εστιάζεται στην ουσία στην ποιότητα του δημοκρατικού καθεστώτος που προέκυψε από την πολιτειακή αλλαγή του 1974 και, σε γενικές γραμμές, την κρίνει αρνητικά, παρά τα επιτεύγματά της. Θεωρώ, με άλλα λόγια, ότι η κριτική που, προϊόντος του χρόνου και όλο και πιο έντονα, υφίσταται η Μεταπολίτευση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δεύτερη αυτή ανάγνωση και με τον βαθμό απογοήτευσης, πικρίας, κυνισμού και διάψευσης προσδοκιών που διακατέχουν ευρύτατα στρώματα πολιτών για τον τρόπο με τον οποίο έχουν μέχρι σήμερα λειτουργήσει οι θεσμοί της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, για την αναποτελεσματικότητα της ηγεσίας της, για την εκτεταμένη διαφθορά και τη λογική του λαϊκισμού που διατρέχουν το πολιτικό σύστημα και τη δημόσια διοίκηση και, γενικότερα, για την αδυναμία του δημοκρατικού καθεστώτος να ανταποκριθεί στις μεγάλες αρχικές προσδοκίες για ένα πιο δίκαιο κράτος.

Αν η ανάλυση που προηγήθηκε είναι σωστή, το κεντρικό συμπέρασμα που αβίαστα προκύπτει από τις δύο αυτές αναγνώσεις της Μεταπολίτευσης είναι διττό: σε ό,τι αφορά (α) τη δημοκρατία ως καθεστώς, η Μεταπολίτευση αποτελεί κεκτημένο κρίσιμης ιστορικής, πολιτικής, πολιτισμικής και συναισθηματικής σημασίας, που πρέπει να περιφρουρηθεί και να διαφυλαχθεί με κάθε τρόπο. Σε ό,τι αφορά (β) την ποιότητα της δημοκρατίας μας, η πρόκληση για όλους μας είναι να αναγνωρίσουμε με ειλικρίνεια το χαμηλό της επίπεδο και να αγωνιστούμε σθεναρά και συστηματικά για τη βελτίωσή της. Η ενδεχόμενη επίτευξη αυτού του όντως υψηλού στόχου θα αποτελούσε τη μέγιστη δυνατή δικαίωση των υψηλών μεν πλην όμως μέχρι στιγμής διαψευσμένων προσδοκιών που προ 40 ετών δημιούργησε η εγκαθίδρυση της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας.

* Ακαδημαϊκός, Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής 2003 – 2013.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή