Η θέα ενός τόπου

2' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Η τελειότητα, το ξέρω, δεν είναι του κόσμου τούτου, από τη στιγμή όμως που μπαίνεις σ’ αυτόν τον κόσμο, που δέχεσαι να υπάρξεις, μπαίνεις στον πιο λεπτό πειρασμό, εκείνον που σου ψιθυρίζει στο αυτί: αφού ζεις που ζεις, γιατί λοιπόν να μη ζήσεις;» Τις σκέψεις αυτές έκανε ο Γάλλος Ζαν Γκρενιέ το 1959, στο βιβλίο του «Τα νησιά». Το ανέσυρα υπογραμμισμένο μα ξεχασμένο από την εξοχική βιβλιοθήκη (στα ελληνικά, το 1996, από τον Ολκό, σε μετάφραση του Αλέκου Μπενρουμπή). Τις ήσυχες ημέρες του Αυγούστου, παρά το άγχος του βιοπορισμού και τους επικείμενους ΕΝΦΙΑ στις άπειρες παραλλαγές τους, τα πάντα μοιάζουν να έχουν πάρει μιαν αναβολή. Ο καθείς αφουγκράζεται και αναμένει. Συχνά αφαιρείται κι ο νους ταξιδεύει.

Ανέσυρα τα «Νησιά» του Γκρενιέ γι’ αυτόν τον λόγο, μα και γιατί ειδικά σε αυτό το βιβλιαράκι το ταξίδι νοείται (και) σαν μια εσωτερική, υπαρξιακή διαδρομή σε κάποιο τοπίο του μεσογειακού Νότου. Ο Γκρενιέ, που τόσο επηρέασε τον Αλμπέρ Καμί (η ελληνική έκδοση περιλαμβάνει κείμενο του τελευταίου πάνω στα «Νησιά»), γυρίζει την πλάτη στον Βορρά, αποφεύγοντας όμως κάθε γραφικότητα ή τουριστική διάθεση. «Μπορεί λοιπόν να ταξιδεύει κανείς όχι για να ξεφύγει από τον εαυτό του, πράγμα αδύνατο, αλλά για να τον βρει», γράφει. «Είναι λοιπόν αλήθεια ότι ανάμεσα στην απέραντη μοναξιά που πρέπει να διασχίσει ένας άνθρωπος από τη γέννηση ώς τον θάνατο υπάρχουν κάποιες στιγμές, κάποιες περιοχές εξαιρετικές, όπου η θέα ενός τόπου επενεργεί πάνω μας όπως ένας μεγάλος μουσικός πάνω σε ένα συνηθισμένο όργανο που το αποκαλύπτει στην κυριολεξία στον ίδιο του τον εαυτό».

Περίπλοκες σκέψεις; Ενδεχομένως. Κάποιος θα πει: ας μην υπεραναλύουμε τα πράγματα. Ας τα αφήνουμε να κυλήσουν. Πάντως, παρά τη σκέψη των 140 τόσων πνιγμένων φέτος (έως τώρα…) ή του παιδιού που χάθηκε τόσο παράλογα στη Μύκονο, παρά τον διαρκή βιασμό ημών των Ελλήνων πάνω στο ελληνικό τοπίο, σχεδόν σε όλη την επικράτεια, και παρά τη συσσωρευμένη πίεση των χρόνων της οικονομικής κρίσης και της τοξικής πόλωσης, όλοι μας αποζητούμε μια θάλασσα και μια νύχτα γεμάτη αστερισμούς, τριζόνια και θροΐσματα φύλλων. Οσο αντιστεκόμαστε με λύσσα όλη την υπόλοιπη χρονιά στην πίεση που μας πνίγει ή μας σέρνει, στα ταξίδια του Αυγούστου φαίνεται πως ο καθένας με τον τρόπο του αποζητά να αφεθεί έστω και για λίγο στη ροή των πραγμάτων. Που σημαίνει, ας πούμε, ότι παύεις για λίγο να αισθάνεσαι εξόριστος από τα πράγματα και τον εαυτό σου, παρά τις όποιες απογοητεύσεις και λύπες που σε ακολουθούν. Βεβαίως, πολλοί δεν αντέχουν να υποφέρουν τις λύπες τους -πάνω απ’ όλα: τις απώλειες, τις απουσίες τους- καταμεσής του καλοκαιριού. Οι μελαγχολίες θεριεύουν το καλοκαίρι, λένε οι ψυχολόγοι. Το καταλαβαίνει ο καθένας μας μέσα του: παρά το ξαλάφρωμα και τη θαλασσινή αύρα, παρά την κίνησή μας να ταξιδέψουμε, η εσωτερική βαρύτητα κάνει πάντοτε καλά τη δουλειά της, σαν τρωκτικό.

«Ωστόσο», γράφει ο Γκρενιέ, «έρχεται κάποια ημέρα όπου αυτή η αέναη κίνηση ανταμείβεται: η σιωπηρή ενατένιση ενός τοπίου αρκεί για να σιγήσει την επιθυμία. Η πληρότητα υποκαθιστά αμέσως το κενό. Οταν αναπολώ την περασμένη μου ζωή, έχω την εντύπωση ότι δεν ήταν τίποτε άλλο από μια προσπάθεια να φτάσω σ’ αυτές τις θεϊκές στιγμές. Ηταν άραγε η ανάμνηση εκείνου του διάφανου ουρανού που περνούσα τόσες ώρες, παιδί, κοιτάζοντάς τον ανάμεσα στα κλαδιά, ξαπλωμένος ανάσκελα, και που μια μέρα τον είδα να χάνεται· ήταν άραγε αυτό που με σημάδεψε;» Κάπως έτσι: το καλοκαίρι είναι μια νοητή επιστροφή σε τέτοιες στιγμές. Το καλοκαίρι, στα «νησιά», γινόμαστε για λίγο και πάλι παιδιά.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή