Σκωτία, ΣΥΡΙΖΑ, κυβέρνηση και «Ποτάμι»

Σκωτία, ΣΥΡΙΖΑ, κυβέρνηση και «Ποτάμι»

4' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το δημοψήφισμα στη Σκωτία απετέλεσε μία θεμελιώδη αμφισβήτηση της πολιτικής δομής, σε μια από τις μεγαλύτερες οικονομίες, αλλά και στη μακροβιότερη (καίτοι βασιλευόμενη) δημοκρατία στον κόσμο. Πώς μπόρεσε όμως, ένα δημοψήφισμα που μέχρι πρότινος εθεωρείτο ασφαλές, να προξενήσει τέτοια αγωνία και αποσταθεροποίηση;

Υπάρχουν πολλοί λόγοι, συμπεριλαμβανομένων της σχετικώς θετικής πορείας της τοπικής κυβέρνησης της Σκωτίας, της επιτυχούς και θετικής (αν και μάλλον ασαφούς) προεκλογικής τακτικής της ομάδας του «ναι», αλλά και της έπαρσης και της στεγνής χρήσης οικονομικών επιχειρημάτων των υποστηρικτών του «όχι». Πέραν τούτων, ένας βασικός λόγος ήταν η έλλειψη εμπιστοσύνης «στους πολιτικούς», και στην «ελίτ του Ουέστμινστερ» (δηλαδή του βρετανικού Κοινοβουλίου). Ο σκεπτικισμός των υποστηρικτών του «ναι» μπόρεσε να ριζώσει και να φουντώσει λόγω της έλλειψης εμπιστοσύνης στην αγγλική πολιτική τάξη. Η δημόσια συζήτηση δεν συνέκρινε τόσο την οργάνωση του κράτους στη Σκωτία ή υπό τη σκωτσέζικη κυβέρνηση με αυτήν του Λονδίνου, όσο αποδοκίμασε «το κράτος και τους Βρετανούς πολιτικούς». Η ρητορική αυτή, δε, έπεισε σε μια χώρα της οποίας οι υπάρχουσες αλλά περιορισμένες πολιτικές και διοικητικές παθογένειες αποτελούν πταίσματα, αν όχι άπιαστο όνειρο σε σύγκριση με τη θλιβερή κατάσταση της χώρας μας.

Αυτή είναι η πρώτη συνάφεια των όσων διαδραματίστηκαν στη Σκωτία με την ελληνική πραγματικότητα. Στην Ελλάδα, η πολιτική συζήτηση ακόμη κυριαρχείται από όσους κατηγορούν τους «σημερινούς πολιτικούς», και τις παρωχημένες τους πολιτικές, και λαμβάνουν ψήφο αποδοκιμασίας στο πολιτικό κατεστημένο παρά θετική ψήφο για τις λύσεις που προτείνουν. Οι σειρήνες της «ανανέωσης», από τον ΣΥΡΙΖΑ ώς τη Χρυσή Αυγή, τονίζουν τη διαφορά τους από το σημερινό κατεστημένο. Η ειρωνεία είναι ότι οι δυνάμεις αυτές προτάσσουν τη συντήρηση των δομών που έφεραν την Ελλάδα στην άκρη του γκρεμού και αντιτίθενται σε κάθε προσπάθεια αλλαγής, την οποία ανόρεχτα, με δυσκολία, και μόνο με την πίεση των πιστωτών μας προωθεί η κυβέρνηση.

Η ανανέωση προσώπων, χωρίς αλλαγή δομών, αποτελεί δυστυχώς χίμαιρα. Στο πολιτικό του μυθιστόρημα «Φάρμα των ζώων», ο Τζορτζ Οργουελ διηγείται το πώς τα γουρούνια, έχοντας ηγηθεί της επανάστασης των ζώων κατά των ανθρώπων που τα δυνάστευαν, με τον καιρό πήραν τις ίδιες και χειρότερες συνήθειες από τους ανθρώπους. Η άσκηση εξουσίας αλλά και η λειτουργία του Δημοσίου έχουν γνωστές παθογένειες που μπορούν να μετριαστούν μόνο με τη θέσπιση αποτελεσματικών «κανόνων του παιχνιδιού». Στην Ελλάδα, τα κόμματα που ευαγγελίζονται αλλαγές αποφεύγουν να ορθολογικεύσουν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το Δημόσιο, τον τρόπο με τον οποίο οι πολιτικοί μπορούν να επηρεάζουν το πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις και πώς συνδέεται ο δημόσιος με τον ιδιωτικό τομέα. Αμφισβητούν βασικές αρχές χρηστής οργάνωσης όπως η αξιολόγηση, η μέτρηση των αποτελεσμάτων και η ενίσχυση του ανταγωνισμού. Βασίζονται στην αποδοκιμασία των πολιτών προς τους πολιτικούς χωρίς να προτείνουν κάτι νέο.

Ενα άλλο μάθημα από τη σκωτσέζικη εκλογική αναμέτρηση είναι ότι οι λέξεις, τα σύμβολα και η θετική ρητορική μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο. Το γεγονός ότι η επιλογή υπέρ της διατήρησης της ένωσης Σκωτίας και Αγγλίας ήταν η λέξη «όχι» στο ψηφοδέλτιο, κόστισε. Το ίδιο κόστισε και η έλλειψη μιας θετικής και ολοκληρωμένης εικόνας του τι ακριβώς μπορεί να προσφέρει η ένωση – εκτός από την επίσειση φοβήτρων από τυχούσα απόσχιση. Το γεγονός ότι οικονομικά η απόσχιση ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη και ότι πολιτικά η Σκωτία δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι θα ξεπερνούσε τον σκόπελο της Μαδρίτης για να εξασφαλίσει την παραμονή της στην Ε.Ε., δεν άρκεσε. Αν γυρίσουμε στην ελληνική περίπτωση, η σημερινή κυβέρνηση απώλεσε τη δυνατότητα που είχε να προβάλει μια ρεαλιστική και θετική εικόνα – λόγω επικοινωνιακής πενίας, φθαρμένων και μέτριων πολιτικών, αλλά και αδυναμίας να πραγματοποιήσει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις.

Το τελευταίο μάθημα που μπορούμε να πάρουμε είναι ότι ένα πολιτικό κίνημα που αρχίζει τη δουλειά του στη βάση, grass-roots, θέτοντας ένα σαφές όραμα, το οποίο δεν βασίζεται μόνο στη γενικόλογη πρόταση ανανέωσης, αλλά και συζητώντας εφαρμόσιμες, συγκεκριμένες αλλαγές, μπορεί να δημιουργήσει σημαντικό ρεύμα και να εκμεταλλευτεί πιο αποτελεσματικά την κόπωση με τους παραδοσιακούς πολιτικούς. Στην Ελλάδα, η πορεία του «Ποταμιού», μετά την αρχική ταχεία άνοδό του, φαίνεται να μην απηχεί τις δυνατότητες που θα είχε αναφορικά με το ουσιαστικό κενό που θα μπορούσε να καλύψει. Η έμφαση στην «αλλαγή προσώπων» αντί της αλλαγής δομών το οδηγούν σε δυνητικό εκλογικό μαρασμό και δεν του επιτρέπουν να αξιοποιήσει την κοινωνική δυσαρέσκεια και την προφανή ανάγκη αλλαγών.

Μακριά από τη Σκωτία, και σε αποκλίνουσα πορεία, η Ελλάδα φαίνεται να βαδίζει σημειωτόν, με τις μεταρρυθμίσεις να έχουν κολλήσει και την κυβέρνηση να γυρίζει στα συντηρητικά της ανακλαστικά, παρ’ όλη την προσπάθεια μιας μικρής και απομονωμένης ομάδας ανθρώπων. Αυτό που θα μπορούσαμε ίσως να ελπίζουμε είναι ότι θα αρχίσει να χτίζεται, από την κοινωνική βάση, grass-roots, ουσιαστική πίεση στο πολιτικό σύστημα. Η πίεση αυτή θα είναι αποτελεσματική μόνον όταν αποτελέσει τμήμα μιας εύπεπτης ρητορικής, η οποία να προτάσσει και να αιτιολογεί αλλαγές δομών – όπως οι αξιολογήσεις στο Δημόσιο ή ο επανακαθορισμός του πώς το Δημόσιο συνεργάζεται με τον ιδιωτικό τομέα. Μόνο τότε θα μπορούμε να περιμένουμε τις ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις που χρειάζεται η χώρα μας.

* Ο κ. Μιχ. Γ. Ιακωβίδης κατέχει την έδρα Επιχειρηματικότητας και Καινοτομίας Sir Donald Gordon στο London Business School.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή