Μια αναθεώρηση για τα στοιχειώδη

Μια αναθεώρηση για τα στοιχειώδη

4' 47" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αν η παρούσα Βουλή διαλυθεί χωρίς προηγουμένως να κινήσει τη διαδικασία για την αναθεώρηση του Συντάγματος, το πολιτικό σύστημα της χώρας θα υποστεί ένα ακόμη πλήγμα. Διότι θα εκτεθεί στην κατηγορία ότι έχει χάσει την επαφή του με την πραγματικότητα· και ότι δεν καταλαβαίνει το βαθύτερο νόημα της κρίσης που περνάμε. Ποιο είναι αυτό; Οτι η εποχή των κενών λόγων και των φρούδων υποσχέσεων παρήλθε ανεπιστρεπτί. Και ότι ο λαός θέλει από τους κυβερνήτες του όχι μόνο να παράγουν έργο, αλλά και να λογοδοτούν ουσιαστικά γι’ αυτό. Γιατί μπορεί μεν το Σύνταγμα να μη φταίει για τα Μνημόνια και τα δεινά που ζούμε, δεν είναι όμως και άμοιρο ευθυνών για την πιο ανησυχητική παρενέργεια της κρίσης: την χωρίς προηγούμενο απαξίωση της πολιτικής και των πολιτικών.

Αναφέρομαι, βέβαια, στα τρωτά του ισχύοντος Συντάγματος, που με ευθύνη, είναι αλήθεια, όχι μόνον των πολιτικών αλλά και όσων από εμάς ασχολούμαστε «επαγγελματικά» με αυτό, διατηρούνται άθικτα έως σήμερα. Πρόκειται για κραυγαλέους αναχρονισμούς, που είναι απορίας άξιο πώς επιβιώνουν σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα. Το να αφεθούν στην τύχη τους θα έπαιζε το παιχνίδι των άκρων. Γιατί θα αγνοούσε το πάνδημο αίτημα για εξυγίανση, ενώ ταυτόχρονα θα αποτελούσε έμπρακτη ομολογία ότι, στη χώρα μας, μεταρρυθμίσεις για τα βασικά δεν μπορούν να γίνουν.

Για να μη θεωρηθεί ότι η αναθεωρητική πρωτοβουλία αποβλέπει στη δημιουργία εντυπώσεων, πιστεύω ότι θα πρέπει να κινηθεί σε μια μινιμαλιστική λογική. Να μην αφορά δηλαδή το μισό Σύνταγμα, αλλά εκείνες τις διατάξεις του που, κατά γενική ομολογία, είναι αποτυχημένες και που η ιδέα της αναθεώρησής τους έχει ωριμάσει.

Το αντίθετο, η υποβολή δηλαδή πληθωρικών προτάσεων, όπως στο παρελθόν, θα ήταν –ειδικά υπό τις σημερινές συνθήκες– καταδικασμένη να ναυαγήσει. Διότι θα προκαλούσε για μιαν ακόμη φορά έναν ανούσιο ανταγωνισμό εξαγγελιών χωρίς αντίκρισμα, με τους πολίτες να στέκονται αδιάφοροι μπροστά στην επανάληψη μιας παράστασης από τα ίδια. Πολύ περισσότερο που τα χρονικά περιθώρια είναι σήμερα πολύ στενά. Απεναντίας, η επεξεργασία μιας λιτής πρότασης, με 4-5 το πολύ σημεία, όλα για ζητήματα που δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν με απλούς νόμους, θα έδινε ένα διαφορετικό στίγμα.

Η αντιπολίτευση –και ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ– δύσκολα θα μπορούσε να απορρίψει μια τέτοια πρόταση. Διότι θα ήταν σαν να μην ενδιαφέρεται να αλλάξουν ορισμένες ρυθμίσεις, τις οποίες έχει από καιρό καταγγείλει και για τις οποίες μάλιστα έχει συγκροτήσει εδώ και ενάμιση χρόνο μιαν «επιτροπή σοφών». (Ακόμη, σημειωτέον, περιμένουμε τα πορίσματά της.) Θα κινδύνευε, με άλλα λόγια να αυτοαποκλεισθεί από μια συζήτηση, που δίχως άλλο ενδιαφέρει ένα μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης.

Ποιες είναι οι εντοπισμένες προτάσεις, που τα κόμματα του συνταγματικού τόξου δύσκολα θα μπορούσαν να απορρίψουν;

Πρώτον, η αναθεώρηση του άρθρου 86 του Συντάγματος, ώστε να αφαιρεθεί από τη Βουλή η αρμοδιότητα για τη δίωξη των υπουργών, και να ανατεθεί σε συλλογικό όργανο αποτελούμενο π.χ. από ανώτατους δικαστές (όπως στη Γαλλία) ή από μέλη της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου. Και τούτο, με ταυτόχρονη κατάργηση της σύντομης παραγραφής, που σήμερα προβλέπεται για τα υπουργικά αδικήματα.

Δεύτερον, η χορήγηση βουλευτικής ασυλίας μόνο με απόφαση της Βουλής, ύστερα από αίτημα του εγκαλούμενου βουλευτή, σύμφωνα με το βρετανικό μοντέλο. Και τούτο, με αναθεώρηση του άρθρου 63 του Συντάγματος.

Τρίτον, η εμπλοκή του Προέδρου της Δημοκρατίας στην επιλογή της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων, βάσει καταλόγου που θα του υποβάλλει η κοινοβουλευτική πλειοψηφία (3 ονόματα) και η αντιπολίτευση (2 ονόματα). Και τούτο, με αναθεώρηση του άρθρου 90 του Συντάγματος.

Τέταρτον, ίδια ρύθμιση για την επιλογή των προέδρων των Ανεξάρτητων Αρχών, με αναθεώρηση του άρθρου 101Α του Συντάγματος. Ελλείψει συναινέσεων για τα πρόσωπα που θα έπρεπε να στελεχώνουν τις Αρχές αυτές, το εν λόγω άρθρο συμβολίζει την αποτυχία ενός θεσμού, που η εισαγωγή του είχε γεννήσει πολλές ελπίδες.

Τέλος, αλλαγή του τρόπου αναθεώρησης του Συντάγματος ώστε η πενταετής απαγόρευση της αναθεώρησης, σύμφωνα με το άρθρο 110, να περιορίζεται στη διάταξη που αναθεωρήθηκε τελευταία (και όχι σε ολόκληρο το Σύνταγμα, όπως σήμερα). Ταυτόχρονα, θα μπορούσε να εξετασθεί το ενδεχόμενο να είναι δυνατό να ολοκληρωθεί η αναθεώρηση και από μία και μόνο Βουλή, αν συμφωνούν τα 2/3 ή τα 4/5 του όλου αριθμού των βουλευτών. Ετσι, η αναθεωρητική διαδικασία θα «αποφορτισθεί» και θα αποκτήσει το νόημα που έχει σε όλες τις συνταγματικά ώριμες δημοκρατίες: μια ευκαιρία για τη διόρθωση σφαλμάτων και για καλά μελετημένες καινοτομίες.

Ποιος είναι ο κοινός παρονομαστής όλων των ανωτέρω προτάσεων; Είναι –για να θυμηθούμε μια διατύπωση άλλοτε προσφιλή στον κ. Σαμαρά– η υπέρβαση της στενά κομματικής λογικής, χάριν του «γενικού καλού». Είτε πρόκειται για τη λογοδοσία των πολιτικών (την οποία επιδιώκουν να διασφαλίσουν οι προτάσεις 1 και 2) είτε για την απεμπλοκή των κομμάτων από ζητήματα για τα οποία δεν θα έπρεπε να έχουν λόγο (προτάσεις 3 και 4), πρόκειται για πρωτοβουλίες που αν υιοθετούνταν θα έδειχναν ότι τα κόμματα είναι διατεθειμένα να θυσιάσουν λίγη εξουσία για να κερδίσουν το μείζον: τη χαμένη αξιοπιστία τους και την εμπιστοσύνη των πολιτών.

Μία τελευταία παρατήρηση για τους «αναθεωρητικώς αδημονούντες»: ασφαλώς και επείγει η απαλλαγή του Συντάγματος από αναχρονιστικές διατάξεις (όπως π.χ. εκείνη του άρθρου 16, που απαγορεύει την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων). Το ίδιο και η διόρθωση αρκετών άλλων, ώστε π.χ. να διασφαλισθεί μεγαλύτερη ταχύτητα και αποτελεσματικότητα στη λήψη των αποφάσεων, χωρίς να θυσιάζεται η διαφάνεια. Για τις διατάξεις αυτές, εν τούτοις, εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαρές διαφωνίες και απέχουμε από το να έχουμε βρει λύσεις γενικότερης αποδοχής.

Για τις λύσεις αυτές, η πέμπτη και τελευταία από τις ανωτέρω προτάσεις επιδιώκει να μεταφέρει τη συζήτηση στο forum της δημόσιας διαβούλευσης. Διότι τα κόμματα, απαλλαγμένα από το άγχος της πενταετούς αναθεωρητικής αδράνειας, θα μπορέσουν πιο άνετα να τις μελετήσουν, να τις εντάξουν στο πρόγραμμά τους και να διεκδικήσουν και γι’ αυτές την ψήφο του λαού. Υπάρχει δημοκρατικότερος τρόπος για να πραγματοποιηθούν οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις, που έχει σήμερα τόση ανάγκη το πολίτευμα της χώρας μας;

* Ο κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή