Διδάγματα εξήντα ετών

4' 4" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εξήντα χρόνια βρισκόμαστε σε μια συνεχή διαμάχη με την Τουρκία με κυμαινόμενη ένταση, από τις κατά καιρούς απειλές πολέμου και την εισβολή του 1974 έως την καχύποπτη «φιλία» μετά τους σεισμούς του 1999. Τα διδάγματα αυτών των εξήντα ετών μπορούν να μας καθοδηγήσουν στην κρίση που έχει ξεκινήσει τις τελευταίες εβδομάδες στην Ανατολική Μεσόγειο.

Το πρώτο δίδαγμα είναι ότι πρέπει να αποφεύγουμε προσφυγές σε διεθνή πολιτικά όργανα όπως το Συμβούλιο Ασφαλείας. Οταν το 1976 βγήκε το «Σισμίκ» στο Αιγαίο, προσφύγαμε στο συγκεκριμένο όργανο. Τα ισχυρά νομικά μας επιχειρήματα αντισταθμίσθηκαν από πολιτικούς υπολογισμούς των μελών του Συμβουλίου. Το τελικό ψήφισμα 395/1976 ήταν τυπικό μιας σειράς ψηφισμάτων που αρκούνται στη συμβουλή «μη μαλώνεις, συζήτησε» («don’t fight, talk» resolutions). Η απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας προδίκασε, και σε μεγάλο βαθμό ακύρωσε, το ελληνικό αίτημα για λήψη προσωρινών μέτρων από το Διεθνές Δικαστήριο. Παράλληλα -και αυτό είναι το χειρότερο- τοποθέτησε τις δύο χώρες στην ίδια μοίρα έναντι της διεθνούς κοινότητας.

Το ίδιο συνέβη -και αυτό είναι το δεύτερο δίδαγμα- όταν απευθυνόμαστε στις μεγάλες δυνάμεις ωσάν να είναι δικαστήρια. Κατά τα Σεπτεμβριανά το 1955 ο τουρκικός όχλος υπό την καθοδήγηση του κρατικού μηχανισμού ισοπέδωσε ολόκληρες ελληνικές συνοικίες στην Κωνσταντινούπολη. Αμέσως μετά, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Τζον Φόστερ Ντάλες, απέστειλε ταυτόσημες επιστολές προς την Ελλάδα και την Τουρκία, όπου καλούσε το θύμα και τον θύτη να αυτοσυγκρατηθούν και να αποκαταστήσουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Οι ΗΠΑ, όπως και όλες οι μεγάλες δυνάμεις, δεν ενδιαφέρονται για την επικράτηση του δικαίου αλλά για την ισορροπία στην περιοχή, εκτός εάν θίγονται άμεσα δικά τους συμφέροντα. Δεν χρειάζεται να πείσουμε ότι έχουμε δίκιο αλλά ότι θίγονται τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων από την έξοδο του τουρκικού ερευνητικού σκάφους στην Ανατολική Μεσόγειο. Η συμμετοχή πολλών διεθνών εταιρειών στις έρευνες νοτίως της Κύπρου δείχνει ότι έχουν κατ’ αρχήν γίνει οι σωστές κινήσεις σε αυτό το σημείο.

Το τρίτο δίδαγμα έρχεται από την Ευρώπη. Η Ε.Ε. δεν αποτελεί συμμαχία κρατών με κοινά συμφέροντα, διατεθειμένη να στηρίξει ένα από τα κράτη-μέλη ανεξαρτήτως κόστους για τα άλλα. Αυτό, άλλωστε, φάνηκε από την πρόσφατη αντίδραση Βρετανίας, Σουηδίας και Φινλανδίας στην πιθανότητα διαβήματος της Ε.Ε. για τις τουρκικές ενέργειες στην κυπριακή ΑΟΖ. Σε πολύ δύσκολες καταστάσεις μπορεί να πεισθούν τα κράτη-μέλη να προχωρήσουν σε γραπτή έκφραση αλληλεγγύης μέσω του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Είχε ξανασυμβεί στη διαμάχη της Ελλάδος με την ΠΓΔΜ και την απόφαση της Λισσαβώνας τον Ιούνιο του 1992 καθώς και μετά την κρίση στα Ιμια τον Ιανουάριο του 1996. Τέτοιες αποφάσεις αποτελούν εξαιρετικά χρήσιμο όπλο μόνον εάν χρησιμοποιηθούν άμεσα ως τμήμα ενός ευρύτερου σχεδίου, προκειμένου να ασκηθούν πιέσεις για διαπραγματεύσεις ή υποχωρήσεις της άλλης πλευράς. Εχουν, όμως, σύντομη ημερομηνία λήξεως και δεν αποτελούν υποκατάστατα πολιτικής. Εάν η πρόθεσή μας είναι απλώς να ασκήσουμε πιέσεις στην «κακιά Τουρκία», χωρίς άλλο σχέδιο, θα πρέπει να το αποφύγουμε. Δεν θα μπορούμε ανά εξάμηνο να ανανεώνουμε την υποστήριξη των υπόλοιπων κρατών-μελών για τις διαφορές μας με την Τουρκία. Σε βάθος χρόνου η ελληνοτουρκική διαφορά τείνει να μετατρέπεται σε αντιπαράθεση μεταξύ της Ελλάδος (ή της Κύπρου) και των λοιπών εταίρων στην Ε.Ε.

Επόμενο δίδαγμα είναι ότι δεν χρειάζεται να στρατιωτικοποιούμε υποχρεωτικώς τις κρίσεις. Το 1976 και το 1987 Ελλάδα και Τουρκία έφθασαν στο χείλος του πολέμου όταν το ωκεανογραφικό σκάφος «Σισμίκ» βγήκε για έρευνες στο Αιγαίο. Η πρακτική κατάληξη αυτών των επεισοδίων ήταν ότι η Ελλάδα απέφυγε να προχωρήσει σε έρευνες επί της υφαλοκρηπίδας της για να μην προκαλέσει εντάσεις με την Τουρκία ενώ ο χρόνος στις ελληνικές θάλασσες «πάγωσε» στο 1974. Αντιθέτως, μοναδική φορά που η πολιτική εντάσεων μέσω της αποστολής ωκεανογραφικού σκάφους δεν λειτούργησε υπέρ της Τουρκίας ήταν το φθινόπωρο του 2011. Η Κυπριακή Δημοκρατία συνέχισε τη γεώτρηση στο τεμάχιο 9 νοτίως της Κύπρου, αδιαφορώντας για την παρουσία του (ταλαιπωρημένου από τα χρόνια) «Σισμίκ», το οποίο διεξήγαγε έρευνες εντός της κυπριακής ΑΟΖ. Η ψύχραιμη αυτή στάση δικαιώθηκε από την εξέλιξη των πραγμάτων.

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η περιοχή νοτίως της Κύπρου δεν είναι Αιγαίο. Στο Αιγαίο δεν υπάρχει οριοθετημένη υφαλοκρηπίδα. Οταν η Τουρκία βγάζει ερευνητικά πλοία, προσπαθεί να κατοχυρώσει δικαιώματα. Η Ελλάδα οφείλει να αντιδράσει διότι αλλιώς θα εμφανίζεται ότι αποδέχεται την ύπαρξη τουρκικών δικαιωμάτων.

Αντιθέτως, νοτίως της Κύπρου υπάρχουν οριοθετημένες περιοχές με συμφωνίες με τα ενδιαφερόμενα κράτη, δηλαδή την Αίγυπτο, το Ισραήλ και τον Λίβανο (μέσα από διαδικασίες απόλυτης μυστικότητας – άλλο χρήσιμο δίδαγμα). Η Τουρκία δεν επιδιώκει να κατοχυρώσει δικαιώματα αλλά να δημιουργήσει διπλωματικό έρεισμα. Θα επιτύχει εάν οι μεγάλες δυνάμεις ζητήσουν αμοιβαίως να αποσυρθεί το τουρκικό ερευνητικό σκάφος από την περιοχή και να σταματήσουν οι κυπριακές γεωτρήσεις. Ετσι θα έχει «παγώσει» την κατάσταση νοτίως της Κύπρου, όπως έκανε και στο Αιγαίο. Αντιθέτως, στόχος της ελληνικής πλευράς είναι η αύξηση των ποσοτήτων υδρογονανθράκων μέσω της ανακαλύψεως νέων κοιτασμάτων σε Κύπρο και Ελλάδα. Αυτό θα προκαλέσει μεγαλύτερο ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας που, σε βάθος χρόνου, μπορεί να ανατρέψει τις αρνητικές εις βάρος μας ισορροπίες.

* Ο κ. Αγγελος Μ. Συρίγος είναι δικηγόρος, επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή