Το πολιτικό χρήμα βλάπτει την αγορά

Το πολιτικό χρήμα βλάπτει την αγορά

5' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ήττα των Δημοκρατικών στις ενδιάμεσες εκλογές για τη Γερουσία των ΗΠΑ ήταν ίσως το πιο κακό νέο για τον Μπαράκ Ομπάμα. Για την αμερικανική Δημοκρατία όμως τα χειρότερα είναι άλλα. Οπως ανακοίνωσε το Brookings Institute, οι εκλογές ήταν οι ακριβότερες στην αμερικανική ιστορία. Και αυτές, αφού σε κάθε αναμέτρηση σπάνε πολλά ρεκόρ προεκλογικών δαπανών των υποψηφίων. Ετσι, τώρα στη Βόρεια Καρολίνα, οι υποψήφιοι Kay Hagan και Thom Tillis ξόδεψαν πάνω από 111 εκατ. δολάρια για την επίζηλη θέση του γερουσιαστή. Στην Αλάσκα, πάλι, έσπασε το ρεκόρ της κατά ψηφοφόρο προεκλογικής δαπάνης: τα 60,7 εκατ. διαιρούνται σε 120,59 δολάρια ανά ψηφοφόρο. Οπως σημείωνε στο τελευταίο τεύχος του ο Economist, για πολλές από τις 33 θέσεις της Γερουσίας ξοδεύτηκαν προεκλογικά περισσότερα απ’ όσα ξόδεψαν και τα 43 πολιτικά κόμματα της Βρετανίας μαζί για τις γενικές εκλογές του 2010. Οι προεκλογικές δαπάνες στη Βρετανία ήταν 54,3 εκατ. δολάρια· όσα περίπου για μία θέση στο Αρκανσο. Στις βουλευτικές εκλογές της Βρετανίας ξοδεύτηκαν προεκλογικά 1,19 δολάρια ανά ψηφοφόρο, και στο Αρκανσο 26,47, για μία μόνο θέση ανάμεσα στις εκατό της Γερουσίας…

Καλό βιογραφικό, αλλά…

Τα ποσά αυτά είναι πολύ υψηλότερα από τα 24 εκατ. δολάρια που χρειαζόταν ο δικηγόρος James L. Larocca, ο οποίος τον Νοέμβριο του 1998 είχε γράψει ένα δραματικό όσο και σαρκαστικό άρθρο στους New York Times για τον ιδιότυπο αποκλεισμό πολιτικών στελεχών από το Κογκρέσο επειδή δεν έχουν λεφτά ή χορηγούς με μεγάλα πορτοφόλια. O James L. Larocca είναι ένα από τα επιτυχημένα στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος στον Δήμο της Νέας Υόρκης. Θήτευσε σε διάφορες εκλεγμένες θέσεις του δημοτικού συμβουλίου και προσπαθεί να ανοίξει τα φτερά του σε πολιτειακό ή ομοσπονδιακό επίπεδο. Θα ήθελε να είναι υποψήφιος για την αμερικανική Γερουσία. Εχει προσωπική, όμως, εμπειρία τι σημαίνει να έχεις λεφτά να ρίξεις στην προεκλογική εκστρατεία. Το 1996 είχε θέσει υποψηφιότητα για το χρίσμα των Δημοκρατικών, για να γίνει κυβερνήτης της Νέας Υόρκης. «Ταξίδεψα σε κάθε πόλη και χωριό της πολιτείας. Μάζεψα υπογραφές που υποστήριζαν την υποψηφιότητά μου. Στα debate τα πήγα καλά… Εφημερίδες, όπως οι New York Times, έγραψαν ότι θα ήμουν καλός υποψήφιος. Το βιογραφικό μου είναι θαυμάσιο: Βετεράνος του Βιετνάμ και κεντρώος… Μάζεψα όμως τα λιγότερα λεφτά απ’ όλους τους υποψηφίους. Δεν μπόρεσα να αγοράσω διαφημιστικό χρόνο στην τηλεόραση. Εχασα…».

«Τώρα άνοιξε μία θέση στη Γερουσία για το 2000. Φίλοι και οι υποστηρικτές μου με παροτρύνουν να θέσω υποψηφιότητα. Δυστυχώς δεν μπορώ. Δεν έχω τα χρήματα», λέει. «Συνεισφορές», του απαντάνε οι υποστηρικτές του. Αυτός κάνει τον λογαριασμό: «24.000.000 δολάρια σημαίνει ότι πρέπει να βρω 24.000 φίλους που θα μου δώσουν από 1.000 δολάρια, ή 48.000 που θα μου δώσουν από πεντακόσια, ή 96.000 άτομα που θα συνεισφέρουν από 250 δολάρια. Αδύνατον…».

«H πραγματικότητα δείχνει», έγραφε στο άρθρο του, «ότι χωρίς προσωπική περιουσία ή χωρίς δημόσιο αξίωμα που θα χρησιμοποιηθεί ως μοχλός για τη συγκέντρωση εισφορών, βρίσκομαι στο ίδιο επίπεδο που ήμουν πριν από δύο χρόνια: ένας καλός υποψήφιος, που δυστυχώς δεν έχει τα λεφτά για να εκλεγεί».

Το πρόβλημα, βέβαια, δεν είναι μόνο η οιονεί φαλκίδευση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι, ότι άξια κοινωνικά στελέχη μένουν εκτός πολιτικού νυμφώνος επειδή δεν έχουν λεφτά. Ο James L. Larocca έθετε σαρκαστικά το ερώτημα γιατί να «χρειάζονται 24 εκατομμύρια δολάρια για μία θέση που πληρώνει μόλις 136.700 δολάρια τον χρόνο;». Το πρόβλημα είναι, σύμφωνα με τον καθηγητή του Στάνφορντ Lawrence Lessing, ότι εδώ και χρόνια «οι επιχειρήσεις άρχισαν να κατανοούν ότι το κράτος μπορεί να γίνει εργαλείο ανταγωνισμού και ότι τα κέρδη από μια καλή ρύθμιση είναι μεγαλύτερα από τα κέρδη του ανταγωνισμού στην αγορά». Και αυτές οι «καλές ρυθμίσεις» προκύπτουν από εκεί που δεν τις περιμένει κανείς.

Στο βιβλίο του «Republic Lost» ο καθηγητής Lessing παρατήρησε ότι η ζάχαρη στις ΗΠΑ κοστίζει δύο με τρεις φορές περισσότερο απ’ ό,τι στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο και αυτό διότι η αμερικανική κυβέρνηση προστατεύει την εγχώρια παραγωγή με δασμούς εισαγωγών. Στις ΗΠΑ υπάρχουν μόνο σαράντα βιομηχανίες από τις οποίες οι οκτώ παράγουν το 75% ζάχαρης. Οι υψηλότερες τιμές λόγω προστατευτισμού επιφέρουν ένα δισ. επιπλέον κέρδη στις βιομηχανίες ζάχαρης, αλλά κοστίζουν τρία δισ. στην αμερικανική οικονομία (διότι η ζάχαρη επηρεάζει ολόκληρη τη βιομηχανία τροφίμων: «Οταν αυξάνεται η τιμή της ζάχαρης ένα λεπτό του δολαρίου, το κόστος κατανάλωσης τροφίμων αυξάνεται κατά 250 εκατ. ετησίως») και άλλα 800 εκατομμύρια σε αναπτυσσόμενες ζαχαροπαραγωγούς χώρες που δεν μπορούν να ανταγωνιστούν την αμερικανική αγορά.

Λόμπινγκ από… τρίτους

Το φαινομενικά περίεργο είναι ότι τα περισσότερα χρήματα για λόμπινγκ, ώστε να διατηρηθεί το καθεστώς προστατευτισμού της ζάχαρης, δεν τα δίνουν οι παραγωγοί της, αλλά οι βιομηχανίες επεξεργασίας καλαμποκιού! Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι πολλές βιομηχανίες τροφίμων στις ΗΠΑ υποκαθιστούν την ακριβή (λόγω δασμών) ζάχαρη με ένα γλυκό σιρόπι που παράγεται από καλαμπόκι. «Το 1980, κανείς άνθρωπος δεν είχε δοκιμάσει σιρόπι καλαμποκιού με υψηλή φρουκτόζη (σ.σ.: δεν υπήρχε). Το 2006 κάλυπτε το 41% της αγοράς γλυκαντικών ουσιών… Το 40% των προϊόντων στα ράφια των σούπερ μάρκετ έχουν τώρα αυτό το σιρόπι και ο αριθμός αυξάνεται», γράφει ο Λέσινγκ. Αυτή όμως η μεταβολή στη διατροφή συμβάλλει –δεν είναι ο μόνος παράγων– στην αύξηση των παθήσεων από παχυσαρκία και διαβήτη, ειδικά ανάμεσα στα νέα παιδιά. «Παθήσεις που σχετίζονται με την παχυσαρκία κοστίζουν στο αμερικανικό ιατρικό σύστημα 147 δισ. δολάρια, κόστος μεγαλύτερο από το τσιγάρο ή το αλκοόλ».

Το πολιτικό χρήμα, λοιπόν, δεν είναι μόνο ζήτημα ελευθερίας της έκφρασης, όπως νομολόγησε πρόσφατα το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ. Εχει να κάνει με πολιτικές αποφάσεις που έχουν ευρύτατες και μακροχρόνιες συνέπειες. Αυτό το είχε καταλάβει πολύ καλά ο Dwayne Orville Andreas, πρόεδρος της μεγαλύτερης εταιρείας επεξεργασίας γεωργικών προϊόντων Archer Daniels Midland (ADM), της μεγαλύτερης εταιρείας παραγωγής σιροπιού καλαμποκιού. Σύμφωνα με το PBS, ο Dwayne Orville Andrea είναι ο μεγαλύτερος χρηματοδότης όλων των εποχών, όλων των κομμάτων και όλων των πολιτικών. Χρηματοδότησε προεκλογικά τους προέδρους Clinton, Bush, Carter, τον Michael Dukakis, τον Jesse Jackson κ.ά. Υπήρξε βασικός χρηματοδότης του Bob Dole, ο οποίος πήρε το παρατσούκλι «γερουσιαστής της αιθανόλης», επειδή ήταν ο πρωτεργάτης πολλών νομοσχεδίων για φορολογικές ελαφρύνσεις της παραγωγής αιθανόλης, το 60% της οποίας παράγεται από την ADM.

Σε συνέντευξη που έδωσε πριν από μερικά χρόνια (λίγο πριν από τον θάνατό του) ο Dwayne Orville Andreas συμπύκνωσε με περισσό θράσος τις οικονομικές του παρεμβάσεις στην πολιτική σκηνή των ΗΠΑ. «Δεν υπάρχει ούτε ένας σπόρος οποιουδήποτε προϊόντος στον κόσμο», είπε στο περιοδικό Mother Jones, «που να πωλείται στην ελεύθερη αγορά. Το μόνο μέρος όπου θα βρεις την ελεύθερη αγορά είναι οι ομιλίες των πολιτικών. Οσοι δεν ζουν στις μεσοδυτικές πολιτείες, δεν καταλαβαίνουν ότι οι ΗΠΑ είναι σοσιαλιστική χώρα».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή