Η υπεραξία του ελληνικού σινεμά

Η υπεραξία του ελληνικού σινεμά

2' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν είναι η πρώτη φορά που η τέχνη του κινηματογράφου παρουσιάζεται ως δραστηριότητα που συμβάλλει στην ανάπτυξη της οικονομίας. Είναι όμως η πρώτη φορά που η πτυχή αυτή γίνεται αντικείμενο έρευνας και δημοσιοποιούνται τα στοιχεία.

Η χθεσινή παρουσίαση της έκθεσης του ΙΟΒΕ, στη Στέγη Γραμμάτων, με τίτλο: «Παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών στην Ελλάδα: επιδράσεις στην οικονομία», άφησε το ακροατήριο, κυρίως από ανθρώπους του χώρου, διχασμένο. Για άλλους ήταν ενδιαφέροντα όσα ακούστηκαν, άλλοι περίμεναν κάτι διαφορετικό, ορισμένοι είχαν κατά νου μια έρευνα εντοπισμένη στην ελληνική ταινία ή στο πρόβλημα της πειρατείας. Η αλήθεια πάντως είναι ότι ο πραγματικός αποδέκτης δεν ήταν οι άνθρωποι του κινηματογράφου αλλά το κράτος. Οχι για να χρηματοδοτήσει (το «λεφτά δεν υπάρχουν» είναι πλέον κοινός τόπος), αλλά για να αντιληφθεί το συμφέρον του, να διευκολύνει, να δώσει προσοχή. Κι αυτή είναι ήδη μια μεγάλη διαφορά στη σχέση των κινηματογραφιστών με την πολιτική εξουσία, που επέφερε η κρίση.

Γνωρίζουν οι αρμόδιοι ότι η παραγωγή 20 ελληνικών ταινιών ετησίως με μέσο προϋπολογισμό 450 χιλ. ευρώ οδηγεί σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 14,2 εκατ., στηρίζοντας 272 θέσεις εργασίας στο σύνολο της οικονομίας; Ή ότι στον τομέα της απασχόλησης η συνολική επίδραση εκτιμάται ότι προσεγγίζει τις 12,1 χιλιάδες άτομα; Χωριστό κεφάλαιο αποτελεί η αναβάθμιση του εθνικού brand name με όλους τους δυνατούς τρόπους: είτε ελληνικές ταινίες προβάλλονται στο εξωτερικό είτε ξένες παραγωγές γυρίζονται στη χώρα μας είτε τουρίστες επισκέπτονται μέρη που έχουν δει στον κινηματογράφο (Κεφαλονιά, Σαντορίνη, Σκόπελο, Μεσσηνία). Η Νέα Ζηλανδία και η Βαρκελώνη είναι δύο δραστικά παραδείγματα για το πώς γυρίσματα ταινιών (όπως «Ο άρχοντας των δαχτυλιδιών») μετατρέπονται σε πλεονέκτημα για τη χώρα. Για την ακρίβεια: αξιοποιούνται. Αυτή είναι η λέξη-κλειδί, που δεν αφορά μόνο την κινηματογραφική περιουσία. Η «διεθνής εμπειρία», ο «ανταγωνισμός», το «υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο», η «γραφειοκρατία», τα «αντισταθμιστικά οφέλη» επανήλθαν αρκετές φορές τόσο στην παρουσίαση της έρευνας όσο και στη συζήτηση που ακολούθησε.

Η σημερινή θεσμική ακαμψία είναι απότοκο και μιας παλαιότερης ασθένειας: το ελληνικό σινεμά ήταν κατ’ εξοχήν κρατικοδίαιτο. Εξαρτιόταν, σχεδόν αποκλειστικά, από τις χρηματοδοτήσεις του Κέντρου Κινηματογράφου. Ανέπνεε ή αγκομαχούσε σε συνάρτηση πάντα με τη ροή της στρόφιγγας. Ανάγκες, όπως το «film friendly» για παράδειγμα (να καταστεί η Ελλάδα φιλικός προορισμός για κινηματογραφικά γυρίσματα), έγιναν πρόσφατα ευρύτερη διεκδίκηση. Η Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου (ιδρύθηκε το 2009) διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη μετάβαση σε μιαν άλλη εποχή, στην οποία τα αιτήματα που κυριαρχούν δεν είναι στενά συνδικαλιστικά, μικροσυμφεροντολογικά, αλλά στρέφονται στην αλλαγή νοοτροπίας, στη σύνδεση με την κοινωνία και την οικονομία.

Η έρευνα του ΙΟΒΕ δεν εντυπωσιάζει· συστηματοποιεί. Δεν προτείνει τρόπους χρηματοδότησης· απευθύνεται όμως στην εξουσία με τη (μόνη ίσως) γλώσσα που κατανοεί. Αποδεικνύει ότι το κεφάλαιο του κινηματογράφου δημιουργεί υπεραξία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή