Το σφάλμα της Γερμανίας

3' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ​ αβεβαιότητα και η ανασφάλεια για τη θέση της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό σύστημα έχει πλέον κυριεύσει τόσο τους απλούς πολίτες όσο και τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ και τους θεσμικούς παράγοντες της Ε.Ε. Από το 2010 έχουμε αναλωθεί σε συζητήσεις για το τι έφταιξε. Ανεξαρτήτως των ελληνικών ευθυνών για το «πώς φτάσαμε έως εδώ», πολλές αναλύσεις επιμένουν να καθιστούν υπεύθυνη για την κατάσταση τη «λανθασμένη οικονομική συνταγή» της Γερμανίας.

Κατά τη γνώμη μου, στην περίπτωση της Ελλάδας, η Γερμανία έκανε ένα μόνο βασικό σφάλμα και αυτό δεν ήταν οικονομικό, αλλά πολιτικό: επέβαλε τη συγκρότηση της κυβέρνησης Παπαδήμου το 2011. Πιο συγκεκριμένα, ήταν η επιθυμία της Γερμανίας να διευρύνει τη «φιλομνημονιακή» πλειοψηφία στο ελληνικό Κοινοβούλιο (προκειμένου να αντέξει το κόστος της υιοθέτησης νέων μέτρων), που οδήγησε στον σχηματισμό κυβέρνησης «μεγάλου συνασπισμού». Η σκέψη αυτή όχι μόνο δεν απέδωσε καρπούς, αλλά είχε αντίθετα αποτελέσματα.

Η επιμονή των Γερμανών για συμμετοχή της Νέας Δημοκρατίας σε εκείνη την κυβέρνηση προκάλεσε ανεπανόρθωτη βλάβη στο ήδη άρρωστο πολιτικό σύστημα της Μεταπολίτευσης, δυσκόλεψε τη ζωή των μεταρρυθμιστών και κατέστρεψε τη δυνατότητα απορρόφησης της διαμαρτυρίας εντός των ορίων του συστήματος. Από τη στιγμή που η «αντιμνημονιακή» Ν.Δ. εισήλθε στην κυβέρνηση, οι οργισμένοι πολίτες αναζήτησαν πολιτική έκφραση «εκτός των τειχών» στα αντισυστημικά, λαϊκιστικά και εξτρεμιστικά κόμματα που εισέβαλαν ορμητικά στη σκηνή. Θυμίζω πως μέχρι τα τέλη του 2011 (ήδη τρία χρόνια Μνημονίου), ο ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν πέριξ του 7%, η Χ.Α. στο 1% και οι ΑΝΕΛ δεν υπήρχαν.

Γιατί όμως αποδείχτηκε μέγιστο λάθος η κυβέρνηση Παπαδήμου; Οι λόγοι είναι βασικά δύο: Κατ’ αρχάς γιατί η χώρα δεν είχε παράδοση ανάθεσης της πρωθυπουργίας σε πρόσωπα προερχόμενα εκτός πολιτικής. Ετσι, η προώθηση δύσκολων μεταρρυθμίσεων από έναν πολιτικά ανίσχυρο τεχνοκράτη είχε μικρές πιθανότητες επιτυχίας. Σε ένα πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα, μάλιστα, ο πρωθυπουργός δεν μπορεί να βασίζει τη νομιμοποίησή του στην «καλοσύνη των ξένων», γιατί τότε διαμορφώνεται στους πολίτες η πεποίθηση πως η χώρα είναι υποτελής, και σε μια δημοκρατία αυτό λειτουργεί υπονομευτικά και αποσταθεροποιητικά. Η πολιτική είναι διαχείριση προσδοκιών αλλά και συμβόλων. Επιπλέον ο πρωθυπουργός δεν μπορεί να έχει «ημερομηνία λήξης». Πρέπει να διαθέτει πραγματική ισχύ και «δυνατότητα εκβιασμού» πάνω στο υπουργικό συμβούλιο και στους βουλευτές, ιδιαίτερα όταν το εκλογικό σύστημα έχει πλειοψηφική συμπεριφορά (μπόνους 50 εδρών).

Δεύτερον, γιατί μια κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού» προϋποθέτει την ύπαρξη μιας διαμορφωμένης κουλτούρας κοινωνικής και πολιτικής συναίνεσης. Στην Ελλάδα, αντίθετα, το κοινό πολιτικό χαρακτηριστικό όλου του 20ού αιώνα υπήρξε η πόλωση. Ακόμη και στα χρόνια της ύστερης μεταπολίτευσης που υπήρξαν τα λιγότερα πολωμένα, η αντιπολίτευση ελάχιστη συναίνεση παραχωρούσε προς την κυβέρνηση. Η κοινωνία κατ’ αντανάκλαση έμαθε να αντιμετωπίζει τις πολιτικές αντιπαραθέσεις ως διαμάχη του «φωτός» με το «σκότος», των «δικών μας» με τους «άλλους» και η συναίνεση εκλαμβανόταν ως αδυναμία ή προδοσία.

Και τι έπρεπε να είχε γίνει τότε, θα ρωτήσουν δικαίως αρκετοί φίλοι. Ο Παπανδρέου κατέρρεε, η χώρα βάδιζε στην καταστροφή και ο Παπαδήμος έδειχνε «μια κάποια λύσις». Η απάντηση είναι πως θα έπρεπε να είχε στηριχθεί, με νύχια και με δόντια, για ένα χρονικό διάστημα έστω μερικών μηνών ακόμη η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ (με ή χωρίς Παπανδρέου) μέχρι να τη διαδεχθεί μετά από εκλογές η Ν.Δ. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, ο Αντ. Σαμαράς θα είχε κάποια χρόνια μπροστά του για να κυβερνήσει με σχετική σταθερότητα. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως η Ν.Δ. της εποχής των «Ζαππείων» έπλεε μέσα στον λαϊκισμό, όμως όπως θα έπρεπε να γνωρίζουν οι Γερμανοί, άλλο πράγμα είναι ο συστημικός λαϊκισμός και άλλο ο αντισυστημικός. Ο πρώτος είναι ευέλικτος και έτοιμος να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, ο δεύτερος χρειάζεται τόσο πολύ χρόνο, που ενδεχομένως δεν θα τον βρει ποτέ. Μιλώντας με τη γλώσσα της ευθύνης και όχι της ηθικής, σε τέτοιες καταστάσεις είναι προτιμότερος όποιος είναι κοντύτερα στο «είπα-ξείπα». Σε στιγμές κρίσης, είναι βασικό να ξέρεις ποιος θα είναι η εναλλακτική λύση όταν θα πέσει η κυβέρνηση.

Η Γερμανία με την κυβέρνηση Παπαδήμου επιχείρησε να υποστηρίξει στην Ελλάδα ένα μοντέλο κεντροευρωπαϊκής συναινετικής δημοκρατίας στο οποίο οι βασικοί πολιτικοί παίκτες, όταν οι συνθήκες είναι κρίσιμες, αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους και κατ’ επέκταση το κόστος της διακυβέρνησης. Η ιδέα δεν ήταν κακή. Την υλοποίησε, όμως, άγαρμπα και απερίσκεπτα καθώς δεν υπολόγισε πως το κενό της Ν.Δ. ως αντιπολίτευσης θα το κάλυπταν χειρότεροι και πιο επικίνδυνοι λαϊκιστές.

Δυστυχώς για εμάς, η Γερμανία δεν υπήρξε ποτέ ούτε αποικιοκρατική δύναμη, όπως η Μεγάλη Βρετανία, ούτε κοσμοπολίτικη υπερδύναμη όπως οι ΗΠΑ ώστε να κατέχει καλά την τέχνη της διεθνούς κυριαρχίας. Υπήρξε, στις καλύτερες και στις χειρότερες στιγμές της, μια μεγάλη δύναμη εντός της Ευρώπης. Αλλά, όπως όλοι ξέρουμε, η Ευρώπη είναι μια μικρή ήπειρος.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή