Αντιμέτωποι με την κυριαρχία των ακραίων

Αντιμέτωποι με την κυριαρχία των ακραίων

3' 34" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Π​​άνοπλοι στρατιώτες περιπολούν μπροστά στον Πύργο του Αϊφελ και συνάδελφοί τους με το δάχτυλο στη σκανδάλη στους δρόμους του Βελγίου. Εικόνες απίστευτες πριν από λίγο καιρό αίφνης εντάσσονται στην καθημερινότητα της έως χθες αμέριμνης Ευρώπης. Την ίδια ώρα, με την ίδια επίμονη σφοδρότητα προβάλλονται το ένα μετά το άλλο βίντεο που προπαγανδίζουν την εκδικητική βία των τζιχαντιστών και τα οποία αναγορεύουν σε πρωταγωνιστές του ευρωπαϊκού τρόμου πρόσωπα απίθανα, νεαρούς με αγριεμένα χαρακτηριστικά και όπλα στα χέρια, οι οποίοι σε κανονικές συνθήκες θα θεωρούνταν επικίνδυνοι μεν, αλλά διαταραγμένοι, κοινώς σαλεμένοι.

Αναρωτιέται κανείς μετά την προβολή καθενός από αυτά τα φρικιαστικά, ολιγόλεπτα σόου βίας και τρέλας, εάν εντέλει έχει σαλέψει ο κόσμος μας. Το βέβαιο είναι ότι ζούμε στην εποχή που το ακραίο, το βίαιο, όπως και το παράδοξο, το αλλοτινό φαιδρό και περιθωριακό αναγορεύονται σε κεντρικά στοιχεία μιας θολής, όλο και πιο δυσνόητης δημόσιας σφαίρας, είτε στο εσωτερικό της χώρας μας, είτε σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είτε στην πολιτική, είτε στην κοινωνία. Ο επικίνδυνα διαταραγμένος, τζιχαντιστής, τρομοκράτης, ποινικός ή ότι άλλο, αναγορεύεται μέσα από τον φακό της κάμερας σε συνομιλητή της κοινωνίας.

Αλλάζει η αφήγηση του κόσμου μας. Αιφνιδίως; Κάθε άλλο. Συνέβη σταδιακά κατά την τελευταία εικοσαετία. Κορυφαία της στιγμή η 11η Σεπτεμβρίου, απ’ όπου ξεκίνησε να αναδεικνύεται με έμφαση η προβολή του ακραίου τρόμου, αλλά η τρομολαγνεία αποτέλεσε προσφιλές θέαμα των δυτικών κοινωνιών μαζί με την προβολή κάθε παράδοξου και ακραίου φαινομένου με τη μορφή μιας ύπουλα διασκεδαστικής τηλεοπτικής φόρμας. Εκεί στην τηλεοπτική οθόνη διαμορφωνόταν σταδιακά μια πραγματικότητα, όπου το χάδι στα πιο συντηρητικά κοινά είχε επίκεντρο τον ερεθισμό του φόβου και των ενστίκτων. Οι μιντιακές ταχύτητες, το «εδώ και τώρα» που επιβλήθηκε από το θέαμα αντικαθιστώντας τη λύση δομικών προβλημάτων με τη στιγμιαία εκτόνωση του αισθήματος δυσφορίας, κάθε άλλο παρά είχε σχέση με τις αργές πλην σταθερές διεργασίες, οι οποίες συνέβαιναν σε κοινωνίες με σύνθετα προβλήματα. Κοινωνίες, όπου η μετανάστευση αλλά και η διεύρυνση της ψαλίδας μεταξύ ευνοημένων και μη αναδείκνυε ως βασική ανάγκη την απάλειψη των γκρίζων ζωνών ενός περιθωρίου, όπου διογκωνόταν η δυσανεξία για το διαφορετικό, αντί της ανοχής και της αφομοίωσής του.

Θεωρήθηκε η τηλεοπτική προβολή της παραδοξότητας, ακόμη και του γελοίου ή του ακραίου ως ανώδυνα σόου, μέχρι που άρχισε να αποδεικνύεται ότι άλλαζαν τα κριτήρια με τα οποία οι κοινωνίες ασκούσαν τον έλεγχο στις εξουσίες. Κάπως έτσι οι ακρότητες απέκτησαν κεντρικό ρόλο στη δημόσια σφαίρα και εξ αυτής στην κεντρική πολιτική σκηνή, ειδικώς όταν άρχισε να ξεσπάει η παγκόσμια κρίση και να ξεφουσκώνουν οι ψευδαισθήσεις για διαρκή πρόοδο και ευημερία. Τότε ο θυμός βρήκε εύκολα ομπρέλα κάτω από οτιδήποτε έμοιαζε να υπόσχεται την κατάλυση του παλιού κόσμου ή την ανέξοδη επαναφορά στις εποχές της αφασικής ευημερίας.

Δυστυχώς, το στοιχείο που αναδείχθηκε περισσότερο ήταν αυτό της βίας, καθώς ήδη είχε διαμορφώσει συνθήκες αποδοχής του σε ένα όλο και διευρυνόμενο κοινωνικό περιθώριο, αλλά και λόγω ένταξής του ως «φυσικό φαινόμενο» της παγκοσμιοποίησης. Μιας βίας, της οποίας ήδη ο διαχωρισμός σε «καλή βία» και «κακή βία» αποτελούσε συστατικό της mainstream μιντιακής αφήγησης.

Κάπως έτσι, μερικά χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου και το θέαμα των φλεγόμενων Δίδυμων Πύργων, που πάγωσε τον κόσμο και άλλαξε την αντίληψή του για την ασφάλειά του, αφού μεσολάβησε ένας πόλεμος, όπου ξεδιπλώθηκαν τα πλέον εκλεπτυσμένα όπλα της σύγχρονης επικοινωνιακής στρατηγικής, η παγκόσμια αναμετάδοση του απαγχονισμού του Σαντάμ Χουσεΐν, μόνο άλλοθι είχε το θέαμα μιας «τιμωρίας του κακού».

Στην πραγματικότητα ήρθε να προστεθεί στα θεάματα βίας, στα οποία εθίστηκε το παγκόσμιο κοινό.

Ο ασκός του Αιόλου είχε ανοίξει. Αλλαζαν οι μύθοι μέσα από τους οποίους οι κοινωνίες της ευημερίας έβλεπαν την πραγματικότητά τους. Σε μία από τις καλύτερες ταινίες του Τζον Φορντ, «Ο άνθρωπος που σκότωσε τον Λίμπερτι Βάλανς», υπάρχει μία φράση που αποδίδει έξοχα αυτό που σταδιακά επιβλήθηκε ως πραγματικότητα στις μιντιακές εποχές μας: «Οταν ο μύθος γίνεται αποδεδειγμένα γεγονός, τυπώνουμε τον μύθο».

Πρωταγωνιστές πλέον των καινούργιων μύθων ήταν αυτοί, οι οποίοι διέθεταν τα προσόντα που επέβαλλε το μιντιακό θέαμα, μερικοί εκ των οποίων εισήλθαν θριαμβευτικά και στην πολιτική, ενώ οι υπόλοιποι συντηρούν το κλίμα.

Βρεθήκαμε να «συνομιλούμε» ισότιμα με διασκεδαστές, παραμυθάδες, βλαμμένους ή νταήδες. Ακόμη και ακραία βίαιοι «τιμωροί», όπως εμφανίζονται οι τζιχαντιστές, γίνονται «συνομιλητές»μας, με τα απάνθρωπα βίντεο των εκτελέσεων και των τρελών απειλών τους να προβάλλονται παντού, σαν να πρόκειται για το «διάλειμμα τρόμου», προκειμένου να διαφημιστούν μέτρα προστασίας ενός υπέροχα αμέριμνου και ευτυχισμένου κόσμου. Είμαστε;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή