Μετά τις αντικρουόμενες και ανησυχητικές εξαγγελίες της για την τύχη των Πρότυπων και Πειραματικών Σχολείων (ΠΠΣ), οι οποίες και προκάλεσαν την εύλογη αναστάτωση εκπαιδευτικών, γονέων και μαθητών εν μέσω σχολικής χρονιάς, αλλά και τη γενικευμένη αντίδραση στην κυοφορούμενη επιστροφή στο πνεύμα εξισωτισμού προς τα κάτω και ενοχοποίησης της αριστείας στη δημόσια εκπαίδευση, η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας διέψευσε ότι στις προθέσεις της είναι η κατάργηση των ΠΠΣ.
Ωστόσο, η αναδίπλωση αυτή ελάχιστα μπορεί να καθησυχάσει. Και τούτο διότι συνοδεύτηκε από νέες εξαγγελίες σχετικά με τη σκοπούμενη αναδιοργάνωση των ΠΠΣ, οι οποίες αλλοιώνουν κατά τρόπο ουσιαστικό τη φυσιογνωμία τους και διακινδυνεύουν, κατ’ επέκταση, την ίδια τους την υπόσταση.
Κατά πρώτον, ανακοινώθηκε ότι θα διατηρηθούν μόνο 5 σχολεία ως πρότυπα, με κριτήριο την ιστορικότητά τους. Αφενός, ο αριθμός των 5 είναι εξαιρετικά χαμηλός αν αναλογιστεί κανείς ότι αυτήν τη στιγμή λειτουργούν 60 ΠΠΣ στην Επικράτεια. Αφετέρου, η ιστορικότητα δεν αποτελεί εχέγγυο ποιότητας, ούτε και διασφαλίζει κάποια αντικειμενικότητα ή αντιπροσωπευτικότητα στη σχετική διαδικασία επιλογής. Συναφώς, είναι άξιο απορίας ότι αποκλείονται όλα -πλην ενός- τα ΠΠΣ εκτός Αττικής (σήμερα λειτουργούν ΠΠΣ σε 9 από τις 13 περιφέρειες της χώρας).
Στην ίδια κατεύθυνση απαξίωσης του θεσμού κινείται και η εξαγγελία για την καθιέρωση της κλήρωσης –αντί των εξετάσεων– ως τρόπου εισαγωγής στα 55 εναπομείναντα «πειραματικά» σχολεία, και κατά πάσα πιθανότητα και στα 5 «ιστορικά πρότυπα» δεδομένης της έλλειψης των απαραίτητων κονδυλίων. Προαπαιτούμενο για την εφαρμογή εξελιγμένων και απαιτητικών προγραμμάτων σπουδών που προάγουν, μεταξύ άλλων, την αριστεία είναι και η επιλογή μαθητών με εξετάσεις ή δοκιμασίες (τεστ) δεξιοτήτων. Αντίστοιχα συστήματα μπορεί να προωθήσουν την ισότητα ευκαιριών και να ενθαρρύνουν την κοινωνική κινητικότητα για όλους τους μαθητές, ανεξάρτητα από την καταγωγή και το κοινωνικοοικονομικό τους υπόβαθρο. Τα στοιχεία αναφορικά με τη διαρκώς αυξανόμενη συμμετοχή των μαθητών στις εισαγωγικές εξετάσεις της πρώτης τάξης των Πρότυπων Πειραματικών Γυμνασίων και Λυκείων καταδεικνύουν την κοινωνική αποδοχή του θεσμού: ο αριθμός των διαγωνιζομένων ήταν τριπλάσιος από τις διαθέσιμες θέσεις και αυξημένος κατά 30% σε σχέση με το 2012-2013. Εξάλλου, και στον βαθμό που δεν υπάρχει ειδική εξεταστέα ύλη, οι δοκιμασίες δεξιοτήτων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ευνοούν φαινόμενα παραπαιδείας, ενώ η διαδικασία της κλήρωσης ενέχει περισσότερους κινδύνους αυθαιρεσίας με βάση και την εμπειρία του παρελθόντος.
Ουσιαστική αλλοίωση της φυσιογνωμίας των ΠΠΣ συνιστά και η σκοπούμενη κατάργηση της απαιτητικής διαδικασίας αξιολόγησης των εκπαιδευτικών κατά τη διάρκεια της πενταετούς τους θητείας στα ΠΠΣ, αφού οι θέσεις που ήταν επί θητεία μετατρέπονται σε μόνιμες οργανικές θέσεις. Και τούτο, παρά την πρόοδο που συντελέστηκε με την εφαρμογή διαδικασιών αξιολόγησης των εκπαιδευτικών τις προηγούμενες χρονιές: εκτιμάται ότι το εκπαιδευτικό προσωπικό στα ΠΠΣ ανανεώθηκε κατά 45% τη σχολική χρονιά 2012-2013, δίχως ωστόσο αυτό να απέτρεψε νέες αιτήσεις εκπαιδευτικών· κάθε άλλο, οι αιτήσεις αυτές υπήρξαν μαζικές υπερβαίνοντας κατά πολύ τις διαθέσιμες θέσεις. Η διαδικασία αξιολόγησης επιδέχεται διορθώσεις και προσαρμογές, τόσο ως προς το εύρος της, όσο και ως προς τα επιμέρους προσδιοριστικά της στοιχεία. Ανεξάρτητα, όμως, από τις όποιες αστοχίες, έγινε ένα θετικό πρώτο βήμα. Οπως προκύπτει από συγκριτικές μελέτες, συμπεριλαμβανομένης της έκθεσης του ΟΟΣΑ για την εκπαιδευτική πολιτική στην Ελλάδα (Education Policy Advice for Greece, 2011), η χώρα μας πάσχει από την έλλειψη ενός ολοκληρωμένου και συνεκτικού συστήματος (εξωτερικής και εσωτερικής) αξιολόγησης μαθητών, εκπαιδευτικών, σχολικών μονάδων και σχολικών δομών εν γένει, γεγονός που συντελεί στη χρόνια υστέρησή της σε δείκτες συγκριτικής απόδοσης. Η εμπέδωση κουλτούρας αξιολόγησης και η ανάπτυξη μηχανισμών διασφάλισης της ποιότητας είναι προαπαιτούμενα για την αναβάθμιση της παρεχόμενης δημόσιας εκπαίδευσης. Στο πλαίσιο αυτό, η εμπειρία από την εφαρμογή αντίστοιχων προγραμμάτων στα ΠΠΣ είναι χρήσιμη και σκόπιμη, ιδίως προκειμένου να δοκιμαστούν στην πράξη και να διαχυθούν ακολούθως στη δημόσια εκπαίδευση βέλτιστες πρακτικές αξιολόγησης, με γνώμονα τη στοχευμένη επιμόρφωση και επαγγελματική ανέλιξη των εκπαιδευτικών.
Ανεξάρτητα από τη συζήτηση περί διαχωρισμού πρότυπων και πειραματικών με βάση αμιγώς παιδαγωγικά κριτήρια, η μεταρρύθμιση του ν. 3966/2011 που ψηφίστηκε με αυξημένη πλειοψηφία στη Βουλή, παρά τις όποιες αστοχίες της, ανταποκρίθηκε στο καθολικό αίτημα για ποιοτικότερη δημόσια εκπαίδευση. Κατ’ ελάχιστο, οφείλεται μία μελέτη και αποτίμηση του ισχύοντος καθεστώτος πριν από την αφοριστική εξαγγελία περί κατάργησής του, με σεβασμό απέναντι σε έναν θεσμό που έχει προσφέρει συστηματικά υψηλής ποιότητας, πρωτοποριακή, δωρεάν, δημόσια εκπαίδευση.
* Η κ. Κεραμέως είναι βουλευτής Επικρατείας, Ν.Δ.