H Eυρώπη του κ. Αλέξη Τσίπρα

4' 55" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στην πολυσχολιασμένη ομιλία του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, την περασμένη Τετάρτη, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας είχε την ευκαιρία, με αφορμή τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου, να διακηρύξει καθαρότερα από ποτέ άλλοτε την προσήλωσή του στην Ευρώπη.

Η επανάσταση του 1821, «κορυφαία ευρωπαϊκή στιγμή της νεότερης Ελλάδας», σύμφωνα με τον Σπύρο Ασδραχά, στον οποίο ο πρωθυπουργός παρέπεμψε, επανέφερε πράγματι την Ελλάδα στην Ευρώπη. Εκτοτε, όπως είπε, «λόγω θέσης, ιστορίας, συγκυριών και κοινωνικών διεργασιών», η χώρα μας βρέθηκε να επηρεάζει περισσότερο απ’ όσο θα υπολόγιζε κανείς από το μέγεθός της τα πράγματα της Γηραιάς Hπείρου. Εκτός από τον αγώνα της ανεξαρτησίας (1821-1830), που ταρακούνησε τη συντηρητική Ευρώπη της Παλινόρθωσης, το ίδιο έκανε στον 20ό αιώνα και η περίοδος της Εθνικής Αντίστασης (1941-1944). Η Ευρώπη, όπως είπε ο ομιλητής, δεν ήταν ποτέ ενιαία ούτε μονολιθική. Σε αυτήν, εκτός από τον διαφωτισμό και τα δικαιώματα του ανθρώπου, «άνθισαν» ο φασισμός και ο ναζισμός. «Διαλέγουμε την παράδοση της οποίας θέλουμε να είμαστε η συνέχεια», είπε ο κ. Τσίπρας, επιλέγουμε τους μεγάλους αγώνες «για ελευθερία, ισότητα, αλληλεγγύη και κοινωνική απελευθέρωση».

Δίχως άλλο, μετά τις δηλώσεις που έκανε στο Βερολίνο κατά τη συνάντησή του με την Αγκελα Μέρκελ, η ομιλία αυτή του πρωθυπουργού θα πρέπει να ικανοποίησε τους ευρωπαϊστές εντός και εκτός συνόρων. Γιατί ήταν η πρώτη φορά που ο κ. Τσίπρας διαφοροποιήθηκε με τόση σαφήνεια από τα μισαλλόδοξα κηρύγματα γνωστών παραγόντων της σημερινής πλειοψηφίας, οι οποίοι, χωρίς περίσκεψη και προ παντός χωρίς αιδώ, καλλιεργούν την καταστροφική εσωστρέφεια και την ιδεολογία του «ανάδελφου» έθνους. Εχει μάλιστα ιδιαίτερη σημασία ότι ο πρωθυπουργός το αποτόλμησε, με αφορμή ένα θέμα ταμπού, την επανάσταση του 1821, η οποία, τα τελευταία χρόνια, έχει συχνά αποτελέσει αντικείμενο φτηνής εκμετάλλευσης από αδίστακτους δημοκόπους, τόσο στα δεξιά όσο και στα αριστερά του.

Αν, όπως θέλω να πιστεύω, η δήλωση αυτή πίστεως του κ. Τσίπρα στην Ευρώπη και την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας είναι ειλικρινής, θα πρόκειται για σπουδαία εξέλιξη. Αρκεί να πείσει και την πλειοψηφία που τον στηρίζει ότι, τουλάχιστον υπό τις σημερινές περιστάσεις, η αποκοπή από την Ευρώπη δεν είναι λύση, αλλά ισοδυναμεί με εθνική καταστροφή.

Από εκεί και πέρα, έχω την εντύπωση ότι ο πρωθυπουργός ενέδωσε στον πειρασμό να προβάλει το παρόν, δηλαδή τη σημερινή Ελλάδα και τον εαυτό του, στο παρελθόν, δηλαδή στην Ευρώπη του 1821. Σύμφωνα με τον συλλογισμό του, όπως τότε, έτσι και τώρα, στη χώρα μας έλαχε να αφυπνίσει τις συνειδήσεις, να συνεγείρει τους ευρωπαϊκούς λαούς και, μέσω αυτών, να κλονίσει τις ηγεσίες τους. Οι τελευταίες, ξεπέρασαν τότε τους δισταγμούς τους όχι βέβαια από φιλανθρωπία, αλλά από φόβο μήπως οι επαναστατικές ιδέες διαδοθούν και τις ανατρέψουν. Ανάλογα, θα πρέπει να πράξουν και σήμερα. Να υπερβούν δηλαδή τις αναστολές που τους υπαγορεύει η «νεοφιλελεύθερη λογική» και να στηρίξουν την Ελλάδα που, όπως και τότε, δίνει σήμερα τον αγώνα τον καλό για την ελευθερία, την ανεξαρτησία και την κοινωνική προκοπή. Παραθέτοντας μάλιστα έναν άλλο ιστορικό, τον Αντώνη Λιάκο, ο κ. Τσίπρας διακήρυξε: «Σήμερα είναι η ελληνική ώρα της Ευρώπης και η ευρωπαϊκή ώρα της Ελλάδας».

Δίχως άλλο, η Ευρώπη δεν έχει αποκτήσει ακόμη την πολιτική συνοχή που θα οδηγούσε τα κράτη-μέλη της να ενεργούν με γνώμονα περισσότερο την αλληλεγγύη και λιγότερο τις εθνικές βλέψεις τους. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οπαδός του Χένρι Κίσινγκερ για να συνομολογήσει ότι το εγωιστικό συμφέρον παραμένει για τους «28» το βασικότερο κίνητρο της πολιτικής τους. Πολύ περισσότερο για τους «19» της Ζώνης του Ευρώ. Στις δημοκρατίες, από την άλλη, σπουδαίο ρόλο παίζει και η πίεση που ασκεί στους κυβερνώντες η κοινή γνώμη των χωρών τους.

Στο σημείο ακριβώς αυτό εντοπίζεται για την Ελλάδα η διαφορά ανάμεσα στο 2015 και το 1821: ποιο είναι άραγε το σημερινό ισοδύναμο του φιλελληνικού κινήματος; Μπορούν οι Podemos στην Ισπανία, οι Die Linke στη Γερμανία και ο κ. Mélanchon στη Γαλλία να παίξουν τον ρόλο που έπαιζαν, το 1821, οι εκατοντάδες φιλελληνικές «εταιρείες», σε πόλεις και χωριά απ’ άκρου σ’ άκρον της Ευρώπης; Ποιος είναι ο λόρδος Βύρωνας, ο Ντελακρουά και ο Βίκτωρ Ουγκώ της εποχής μας; Κοντολογίς, ακόμη και αν διέπραττε κανείς την ιστορική αυθαιρεσία να ταυτίσει την Ε.Ε. με την Ιερά Συμμαχία, ποιοι θα ήταν σήμερα οι σύμμαχοι που θα ανέτρεπαν υπέρ ημών τους συσχετισμούς στην Ευρώπη;

Πολύ φοβούμαι ότι τέτοιους συμμάχους δεν διαθέτουμε σήμερα. Δεν είναι μόνο γιατί η κρίση φαίνεται να αναχαιτίζεται παντού (ακόμη και στην Κύπρο!), αλλά προπάντων γιατί τα σημερινά δεινά της χώρας μας δεν μπορούν να συγκριθούν με εκείνα που υφίσταντο οι πρόγονοί μας πριν από διακόσια τόσα χρόνια. Οσο δραματική και αν είναι η «ανθρωπιστική κρίση», για την οποία μιλάει η σημερινή κυβέρνηση, δεν μπορεί να προκαλέσει κανένα ρεύμα συγκρίσιμο με τον φιλελληνισμό. Πόσο μάλλον που οι περισσότεροι Ευρωπαίοι σε μας κυρίως επιρρίπτουν την ευθύνη για τα δεινά αυτά.

Ελλείψει συνεπώς σοβαρών στηριγμάτων στους ευρωπαϊκούς λαούς διερωτάται κανείς ποιος, πέρα από μας τους ίδιους, μπορεί να πείσει τους εταίρους μας να αλλάξουν στάση. Διότι θα ήταν ντροπή να στηριχθούμε γι’ αυτό σε πολιτικούς όπως η κ. Λεπέν ή ο κ. Φάρατζ. Αν δεν το συνειδητοποιήσουμε εγκαίρως, πολύ φοβούμαι ότι, όπως ακριβώς συνέβη το 1945, θα φάμε το κεφάλι μας. Οσο για το 1981, που κάτι μου λέει ότι βρίσκεται βαθιά χαραγμένο στο υποσυνείδητο του πρωθυπουργού, θυμίζω μόνο ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου πέτυχε τα ολοκληρωμένα μεσογειακά προγράμματα σε μιαν εποχή όπου οι αριθμοί ευημερούσαν, ενώ στο πηδάλιο της Γαλλίας βρισκόταν ο Φρ. Μιτεράν και της Ισπανίας ο Φ. Γκονζάλες.

Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό που ο πρωθυπουργός «διάλεξε» την Ευρώπη. Αρκεί, για να κερδίσει τη μάχη, στο μεν εσωτερικό να πείσει τους φίλους του για την ορθότητα της επιλογής του και, στο δε εξωτερικό, να βρει συμμάχους.

Ενα πρώτο βήμα θα ήταν να ξεχάσει τα στερεότυπα με τα οποία κέρδισε τις εκλογές και να μιλήσει στους Ευρωπαίους με τη γλώσσα που καταλαβαίνουν. Αν τα καταφέρει, ας είναι βέβαιος ότι ο ελληνικός λαός -και όχι μόνον όσοι τον ψήφισαν στις 25 Ιανουαρίου- θα αναγνωρίσει απλόχερα τη συμβολή του.

* Ο κ. Ν.Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή