Η μεγάλη ανατροπή

3' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τις εβδομάδες που πέρασαν, αργά και σχεδόν ανεπαίσθητα, πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη ανατροπή στο συνεχιζόμενο σίριαλ της διαπραγμάτευσης. Σε έναν πρώτο χρόνο, οι δανειστές μας (είτε τους πούμε θεσμούς είτε τρόικα, δεν αλλάζει απολύτως τίποτα) ήταν κυρίως εκείνοι που πίεζαν να «κλειδώσει» η περίφημη αξιολόγηση και να εκταμιευθεί η τελευταία δόση του Μνημονίου, ενώ η κυβέρνηση επέλεγε την άνεση των προτάσεων-ανεκδότων με τους καλωδιωμένους τουρίστες, εκτελώντας ουσιαστικά ένα κατενάτσιο. Σιγά-σιγά όμως, οι ρόλοι αντιστράφηκαν και τώρα είναι η κυβέρνηση αυτή που βρίσκεται με την πλάτη στο τοίχο αγωνιώντας να καταλήξει σε μια συμφωνία, την ίδια στιγμή που η άλλη πλευρά έχει σκληρύνει το παιχνίδι και εμφανίζεται πολύ περισσότερο αδιάλλακτη. Ετσι, από εκεί που οι δημοσιογραφικοί εκπρόσωποι της κυβέρνησης έσφυζαν από σιγουριά και αλαζονεία για την επερχόμενη αλλαγή όχι μόνον στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη ολόκληρη, βρέθηκαν να κατασκευάζουν το αφήγημα της μεγάλης ήττας σύμφωνα με το οποίο, για άλλη μια φορά, η αδιαλλαξία των ξένων έπνιξε την αθώα ελληνική Αριστερά με «πραξικοπήματα» και άνομες μεθοδεύσεις.

Τι προκάλεσε την ανατροπή αυτή; Δύο είναι οι βασικοί λόγοι. Κατ’ αρχάς οι δανειστές αντιλήφθηκαν κάτι που τους ήταν αρχικά αδιανόητο, πως δηλαδή ο βαθμός ανυποληψίας και ερασιτεχνισμού της ελληνικής κυβέρνησης ξεπερνούσε και την πιο προχωρημένη φαντασία και πως η φαινομενική έλλειψη σχεδίου δεν ήταν κάποιος πονηρός ελιγμός εγχειριδίου θεωρίας παιγνίων, αλλά πραγματική έλλειψη σχεδίου. Η διαπίστωση αυτή είχε με τη σειρά της δύο αποτελέσματα: τη δημιουργία ενός αρραγούς μετώπου κατά της Ελλάδας, καθώς και οι πιο καλοπροαίρετοι στράφηκαν εναντίον μας, και την κυριαρχία μιας δηλητηριώδους ατμόσφαιρας δυσπιστίας και έλλειψης εμπιστοσύνης, που ελαχιστοποίησε το περιθώριο για κινήσεις καλής θελήσεως και ενίσχυσε την πεποίθηση πως η οποιαδήποτε συμφωνία θα πρέπει να είναι απολύτως θωρακισμένη.

Ο δεύτερος λόγος της ανατροπής ήταν η συμπεριφορά των αγορών, που ενίσχυσε την αντίληψη πως οι εξελίξεις στην ελληνική οικονομία δεν «μολύνουν» την Ευρωζώνη. Μάλλον χωρίς να το πολυκαταλάβει, η ελληνική πλευρά εργάστηκε προς την κατεύθυνση αυτή, τόσο με την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της (δηλώσεις Καμμένου, παιχνίδια με τη Ρωσία) όσο και με την επιλογή της να στεγνώσει τη χώρα από ρευστό, μετατρέποντας με τον τρόπο αυτό την προοπτική μιας «ρήξης» σε ουσιαστικά πυρηνική καταστροφή. Παράλληλα, ενισχύθηκε και η αντίληψη πως μια ενδεχόμενη στάση πληρωμών θα ήταν διαχειρίσιμη σε βραχυπρόθεσμο τουλάχιστον ορίζοντα, δίχως να απαιτηθεί η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ, κάτι που παραμένει απευκταίο. Αν και είναι αδύνατο να αποκλειστεί ένα «ατύχημα», είναι γεγονός πως οι εξελίξεις αυτές διέλυσαν εντελώς την ήδη αδύναμη διαπραγματευτική θέση της κυβέρνησης.

Η συμφωνία που θα επέλθει όταν εξαντληθούν τα περιθώρια της χώρας θα είναι κατά πάσα πιθανότητα έντονα ετεροβαρής για την Ελλάδα και σαφώς χειρότερη απ’ ό,τι αν είχε υπάρξει κάποιο σχέδιο και στρατηγική. Αναμφίβολα, αυτό θα καταγραφεί ως μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία και θα χρεωθεί εξ ολοκλήρου στον Αλέξη Τσίπρα και στην κυβέρνησή του. Επιπλέον, θα αποτελέσει πραγματικό ξεγύμνωμα για τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και για ολόκληρο το σαθρό «αντιμνημονιακό» εγχείρημα που οικοδομήθηκε πάνω σε ψεύδη και φρούδες ελπίδες.

Εδώ προκύπτει το εξής ερώτημα: Γιατί, αν καταλήξουν τα πράγματα στο σημείο αυτό, να μην επιλέξει η κυβέρνηση τη ρήξη μέσω της στάσης πληρωμών; Η απάντηση είναι πως το κόστος της επιλογής αυτής είναι πολλαπλά τεράστιο, ιδίως στην περίπτωση που η στάση πληρωμών στραφεί κατά της ΕΚΤ, ενώ βαίνει ογκούμενο μέρα με τη μέρα λόγω της αιμορραγίας καταθέσεων από τις τράπεζες και της λεηλασίας των αποθεματικών της χώρας. Το κόστος μιας τέτοιας ρήξης μπορεί μεν να επιβαρύνει τον μέσο πολίτη που θα το αισθανθεί άμεσα, ξαφνικά και τελεσίδικα στην τσέπη και στην καθημερινότητά του, αλλά θα το χρεωθεί πολιτικά εξ ολοκλήρου η κυβέρνηση. Πράγματι, δεν έχει εφευρεθεί ακόμη η επικοινωνιακή τακτική που θα μπορούσε να απαλύνει μια καταστροφή τέτοιου μεγέθους! Αυτό το αντιλαμβάνεται πολύ καλά η κυβέρνηση και γι’ αυτό αγωνιά παγιδευμένη στο αδιέξοδο αυτό. Ούτε βεβαίως είναι λύση η προσφυγή σε εκλογές ή σε δημοψήφισμα, όπως διακινείται κατά κόρον. Πέρα από το τεράστιο άμεσο κόστος τους για την οικονομία, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τη θύελλα που θα ξεσήκωνε τυχόν προκήρυξή τους συνοδευόμενη από στάση πληρωμών, κλειστές τράπεζες, ελλείψεις αγαθών και γενικευμένο πανικό.

Τα δεδομένα αυτά οδηγούν σε ένα μάλλον αναπόφευκτο συμπέρασμα: Είναι εξαιρετικά δύσκολο να φανταστεί κανείς πως θα επιβιώσει είτε μετά την συμφωνία είτε μετά τη στάση πληρωμών η κυβέρνηση, τουλάχιστον με τη σημερινή της μορφή. Οδηγούμαστε έτσι στο μεγάλο ερώτημα: Πώς θα διαμορφωθεί η επόμενη μέρα; Απαιτείται μεγάλη πολιτική και οικονομική προσπάθεια, ευρεία συναίνεση, πολιτική ωριμότητα και τεχνοκρατική επάρκεια. Το θετικό της επερχόμενης πολιτικής κρίσης θα είναι η κατάρρευση της αντιμνημονιακής απάτης, αλλά το αρνητικό είναι πως όλα αυτά τα συστατικά απουσιάζουν, ενώ η αντιπολίτευση είναι ναρκωμένη στην καλύτερη περίπτωση και ανεπαρκής στη χειρότερη.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή