Ψάχνουμε πρόθυμους να κρεμαστούν

Ψάχνουμε πρόθυμους να κρεμαστούν

4' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η θανατική καταδίκη στη Βρετανία άρχισε να καταργείται σταδιακά, κατά αδικήματα, από το 1965 και έπειτα. Σε μία από τις ζωηρές συζητήσεις που έγιναν στη Βουλή των Κοινοτήτων την περίοδο εκείνη, όταν πια πρωθυπουργός ήταν ο ηγέτης των Συντηρητικών Εντουαρντ Χιθ, αρχές της δεκαετίας του 1970, ένας βουλευτής του κόμματός του προκάλεσε τον Χιθ, φωνάζοντας ότι ο ίδιος θα ήταν πρόθυμος να κρεμάσει κάποιον ο οποίος θα είχε διαπράξει το αδίκημα περί του οποίου η Βουλή συζητούσε την κατάργηση της εσχάτης των ποινών. (Αν θυμάμαι σωστά, πρέπει να ήταν η δολιοφθορά ναυπηγείων, πλοίων του στόλου, εγκαταστάσεων και αποθηκών, που εθεωρούντο βασιλικές κτήσεις). Ο Χιθ, ο οποίος λόγω και των θρησκευτικών πεποιθήσεών του ήταν ένθερμος υποστηρικτής της κατάργησης, του απάντησε: «Ωραία. Βρήκαμε πρόθυμους για να κρεμάσουν. Τώρα πρέπει να βρούμε και πρόθυμους για να κρεμαστούν».

Αυτές οι απλές κουβέντες, νομίζω, θίγουν την ουσία του ζητήματος περί θανατικής ποινής, το οποίο μας προέκυψε με αφορμή τη φρικώδη παιδοκτονία της Μιχαήλ Βόδα, καθώς και μια (μία ακόμη…) απερίσκεπτη δήλωση ενός υπουργού, ο οποίος μίλησε αφελώς ως εγκληματολόγος, ξεχνώντας προς στιγμήν τον δημόσιο ρόλο του. Με την απάντηση που έδωσε ο Χιθ στον βουλευτή του, έδειξε ότι η θανατική ποινή αφορά όλους μας· διότι υπό προϋποθέσεις (ων ουκ έστι αριθμός, βέβαια…), αν όχι ο καθένας, τουλάχιστον πολύ περισσότεροι από όσους φανταζόμαστε θα μπορούσαν να βρεθούν σε αυτή τη θέση. Διότι, όπως το καταλαβαίνω εγώ το ζήτημα, που δεν είμαι νομικός, αν αντί για νόμους με γενική ισχύ προτιμήσουμε την ικανοποίηση του «κοινού περί δικαίου αισθήματος» κατά περίπτωση, πώς θα σταθμίσουμε το κοινό αίσθημα; Κάνουμε δημοσκοπήσεις, δημοψήφισμα, συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών στη Βουλή ή το κάνουμε τηλεπαιχνίδι με το κοινό να αποφασίζει στέλνοντας sms;

Η αηδία για τον δράστη της παιδοκτονίας είναι κάτι παραπάνω από κατανοητή: είναι φυσιολογική. Ωστόσο, δεν υπάρχει πιο ρηχό επιχείρημα από αυτό που εκτοξεύεται εναντίον όσων τολμούν να διαφωνήσουν με το κοινό αίσθημα: «Αν ήταν δικό σου παιδί;». Παρότι δεν είναι δικό μου, η απάντηση είναι απλή: αν ήταν δικό μου παιδί, θα ήθελα να του φάω το συκώτι όσο θα ήταν ζωντανός, όπως θέλει να κάνει ο Πρίαμος στον Αχιλλέα, αν θυμάμαι καλά. Θα ευχόμουν, ωστόσο, να ζω σε μια χώρα που οι νόμοι της δεν θα μου το επέτρεπαν ποτέ και σε καμία περίπτωση. Το ζήτημα της θανατικής ποινής δεν κρίνεται βάσει διακρίσεων του τύπου «ποιος κρεμάει και ποιος κρεμιέται» ή «δικό σου και δικό μου». Στο κάτω κάτω, αν κρίνουμε βάσει του τι είναι δικό μας, γιατί ο δολοφόνος να μην υποστηρίξει ότι δικό του ήταν το παιδί;

Το απαραίτητο κωμικό στοιχείο σε αυτή την άκρως ζοφερή και νοσηρή υπόθεση το προσέφερε, πάντως, ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως, που δεν άντεξε στον πειρασμό να μας δώσει τα φώτα του ως εγκληματολόγος και, έτσι, δικαίωσε το προσωνύμιο Τζόνης Πανούσης που του έχω απονείμει. Δεν ήταν η πρώτη φορά που αυτός ο καημένος ο υπουργός (ειλικρινά, τον έχει λυπηθεί η ψυχή μου…) έδειξε ότι ακόμη δεν έχει συνηθίσει τον δημόσιο ρόλο του. Δεν θα είναι ούτε η τελευταία, ελπίζω. Διότι, ναι μεν ο καημένος δεν το έχει και είναι φανερό, αλλά «πρώτη φορά Αριστερά» χωρίς κωμικές ανάσες είναι ανυπόφορη εμπειρία…

Βγαλμένο από τη ζωή

Ενας φίλος πέρασε το περασμένο Σαββατοκύριακο σε νησί των Κυκλάδων και αποφάσισε να πάει για μπάνιο με τον σκύλο του, ένα Λαμπραντόρ. Βγήκε με το αυτοκίνητο σε κάποια απόσταση από την πόλη και βρήκε μια μεγάλη παραλία, στην οποία υπήρχε μόνο ένα άλλο άτομο στη μία άκρη. Αυτός με τον σκύλο του πήγαν στην άλλη άκρη, για να μην ενοχλούν. Παρά την απόσταση, όμως, κάποια στιγμή είδαν τη γυναίκα που καθόταν στην άλλη άκρη να έρχεται προς το μέρος τους.

Βλέποντάς την να πλησιάζει, ο φίλος κατάλαβε αμέσως. «Φαινόταν», μου είπε, «ο τύπος που ή μισεί τα ζώα θανάσιμα και τους πετάει φόλες τη νύχτα ή μαθαίνουμε γι’ αυτήν από τις ειδήσεις ότι ζούσε με 153 σκυλιά στο διαμέρισμά της. Ολο αυτό με κάτι έξτρα στην παλαβομάρα: κάτι από ΣΥΡΙΖΑ στο γυαλί και στο μαλλί». Μόλις έφθασε η κυρία, πάτησε τις φωνές: δεν ντρέπεστε, τα παλιόσκυλά σας, που απαγορεύεται να κάνουν μπάνιο στην ίδια παραλία κ.λπ. Ομως, η καημένη δεν φανταζόταν πού είχε πέσει, διότι ο φίλος πέρασε στην αντεπίθεση με ένα (αθώο) ψέμα, που ήταν το ιδεώδες για την περίσταση: «Μα δεν ξέρετε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε τροπολογία με την οποία καταργεί την απαγόρευση της παρουσίας σκύλων στις παραλίες; Δεν το μάθατε;». Η κυρία σάστισε αμέσως: «Οχι, δεν το ήξερα…». «Σας το λέω λοιπόν», συνέχισε ο φίλος, «για να το ξέρετε. Εδώ, κυρία μου, βγάζουν έξω από τη φυλακή τους τρομοκράτες, θα δίσταζαν να καταργήσουν την απαγόρευση για τους σκύλους;». Η κυρία παραδέχθηκε την ήττα της: «Ε, αφού το λέει ο ΣΥΡΙΖΑ, εγώ δεν ξέρω»…

Περιττεύει να πω ότι ο περί ου ο λόγος φίλος, εκτός από ζωόφιλος, συμβαίνει να είναι μνημονιακός, μερκελιστής, γερμανοτσολιάς και, επίσης, πλούσιος. Γι’ αυτό, δεν δίστασε να κοροϊδέψει την κακομοίρα τη γυναίκα…

Κύριε διευθυντά

Ο τίτλος στην πρώτη σελίδα του χθεσινού φύλλου «Νομοσχέδιο με 58 τροπολογίες…» οφείλετο μάλλον σε λάθος. Το σωστό θα ήταν: «58 τροπολογίες με ένα νομοσχέδιο…».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή