«Ο Μπόγος» Ιούλιος 2015 (που δεν χρειάστηκε)

«Ο Μπόγος» Ιούλιος 2015 (που δεν χρειάστηκε)

2' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Γράψε κάτι αισιόδοξο, για αλλαγή! Ξημερώνει η Κυριακή της τελειωτικής Συνόδου Κορυφής που θα αποφασίσει για την Ελλάδα και προς τα πού βαδίζει, λόγου του Χρέους. Σε Τοίχο που θα την απομονώσει από τη λοιπή Ευρώπη του Ευρώ; Ή σε μια μισάνοιχτη πόρτα που, εάν την διαβεί, θα μπορέσει να συνεχίσει τον δρόμο της στην Ενωμένη Ευρώπη, με μεταρρυθμίσεις και προβλήματα και μιαν ελπίδα αχνή, για προοπτική μιας κάποιας ανάπτυξης, σύμφωνα με κανόνες και κανονισμούς…

Δύσκολο το ζητούμενο, γιατί ώσπου να βγει η τελεσίδικη απόφαση, στα κατάβαθά μας, όλοι ελπίζουμε ότι ΔΕΝ μπορεί η Ελλάδα και ο λαός της να ζήσουν στην απομόνωση, μετρώντας την απογοήτευσή τους σε δραχμές ή όποιο άλλο νόμισμα συστήσουν οι κάποτε εταίροι μας…

«Και μια που μιλάμε για καταστροφές, θα θυμηθώ κι ένα ελαφρώς κωμικοτραγικό γεγονός που συνέβη σε μένα». Σελίς 28, «Πώς να σε ξεχάσω Σμύρνη αγαπημένη» το βιβλίο του Γιώργου Θ. Κατραμόπουλου, που η πρώτη έκδοσή του από την Ωκεανίδα έκανε 17.000 εκδόσεις τον Δεκέμβριο του 1994 «αφιερωμένο στον πρώτο εγγονό μου, τον Αλέξη», αυτόν που του είπε «γράψ’ το εσύ, παππού, που το ’ζησες, κι εγώ θα στο κάνω ταινία».

Μόνο το βιβλίο έχει μείνει να θυμίζει σε μια ανήσυχη Ελλάδα το πόσο εύκολα ξεχνούν οι Σύμμαχοι (όπως τους έλεγαν τότε) τι οφείλουν στους προκομμένους Ελληνες της Σμύρνης, της Μικράς Ασίας που, φεύγοντας διωγμένοι από την πατρίδα τους, από τα σπίτια τους, δεν έριξαν πέτρα πίσω τους, αλλά φύτεψαν γεράνια και κερασιές στο χώμα της πατρίδας Ελλάδας που, πρόσφυγες, τους αγκάλιασε παρά τα προβλήματά της.

«Οταν, τέλη Αυγούστου με 1η Σεπτεμβρίου, άρχισε να καίγεται η Σμύρνη, η μητέρα μου, βλέποντας τη φωτιά να πλησιάζει προς τα σπίτια μας, μάς υπέδειξε να πάρουμε μαζί μας “ό,τι μπορούμε να σηκώσουμε”. Ανοιξα κάποια από τις βαλίτσες και γέμισα με ρούχα έναν μπόγο μαλακό, διότι η ηλικία μου δεν επέτρεπε να σηκώνω βαλίτσες. Αυτόν τον μπόγο –γράφει ο ΓΘΚ, 17 ετών– τον κουβάλησα σε όλη τη διάρκεια των τριών ημερών – στο πεζοδρόμιο όπου διανυκτερεύσαμε, στο εργοστάσιο του θείου μου του Τσιντσίνη, απ’ όπου φύγαμε κι έτσι γλυτώσαμε την αιχμαλωσία, τον μπόγο τον άφησα στα γραφεία, αλλά την επομένη, γύρισα και τον πήρα. Στο σπίτι του κ. Ανέστη που μας παραχώρησε δωμάτιο σ’ όλη την οικογένεια, ανοίξαμε με λαχτάρα τον μπόγο για να βρούμε τίποτα ρούχα ν’ αλλάξουμε. Και τότε –γράφει– ήταν απερίγραπτη η απογοήτευση, που εκ των υστέρων μετετράπη σε τραγέλαφο. Μέσα στον μπόγο βρέθηκαν περίπου εκατό κολλάρα, διότι τότε στη Σμύρνη τα κολλάρα δεν ήσαν ενωμένα με τα πουκάμισα, αλλά έπρεπε να πλένονται σχεδόν κάθε μέρα και να στέλνονται στο σιδερωτήριο για να σιδερωθούν και να κολλαριστούν. Οπως είπα λοιπόν, υπήρχαν καμμιά εκατοστή ή και περισσότερα κολλάρα, τρία σεντόνια και οι γούνες της μάνας μου, δηλαδή πράγματα άχρηστα για εκείνη τη στιγμή. Αρα –τελειώνει– ο κόπος του κουβαλήματος του μπόγου ήταν άδικος»… Αυτό το μήνυμα έστειλε ο πατέρας μου από τη Σμύρνη της Καταστροφής του 1922, 93 χρόνια μετά. Γιατί, όπως έλεγε μετά, σε βαθύ γήρας, «τελικά δεν ήταν χαμένος κόπος. Οι πρόσφυγες φέραμε μαζί τα τραγούδια μας, τα έθιμά μας, αλλά και την ευρωπαϊκή νοοτροπία μας, την κομψότητα, το λούσο, κερδισμένο, όμως, με εργασία και οικονομία. Αυτή τη χαρά της ζωής είχε μέσα ο μπόγος με τα κολλάρα, τα σεντόνια και τις γούνες της γιαγιάς σου Αθανασίας».

Στον δικό μου «μπόγο», που ελπίζω να μη χρειαστεί να φτιάξω ποτέ, θα βάλω μέσα ηλιοβασιλέματα στον Σαρωνικό, χειροκροτήματα του Ηρωδείου, τη γραφομηχανή της «Καθημερινής» (κι ας είναι σιδερένια). Και την πικρία όλων των Ελλήνων για τις θυσίες του λαού που δεν εκτιμήθηκαν…

ΤΗΛΕΦΟΣ

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή