Οσα δεν γνωρίζει για την Ελλάδα ο Κρούγκμαν

Οσα δεν γνωρίζει για την Ελλάδα ο Κρούγκμαν

3' 7" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​Ο παγκοσμίου φήμης οικονομολόγος, και κάτοχος βραβείου Νόμπελ, Πολ Κρούγκμαν έχει επανειλημμένα αρθρογραφήσει στον Τύπο, υποστηρίζοντας την έξοδο της Ελλάδας από το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα. Αν και από επαγγελματική συνείδηση αισθανόμαστε πολύ αμήχανοι να εκφράζουμε διαφορετικές απόψεις από έναν κάτοχο βραβείου Νόμπελ, ο οποίος γνωρίζει την οικονομική επιστήμη πολύ καλύτερα από εμάς, ας μας επιτραπούν κάποιες διευκρινίσεις σχετικά με την περίπτωση της Ελλάδας.

Ο Κρούγκμαν υποστηρίζει ότι μια οικονομία όπως η ελληνική υποφέρει επειδή η δημοσιονομική λιτότητα (που, δυστυχώς, απαιτείται) δεν μπορεί να συνδυασθεί με νομισματική ανεξαρτησία (δηλαδή, στην περίπτωση της Ελλάδας, με έξοδο από το ευρώ και υιοθέτηση εθνικού νομίσματος), κάτι που θα επέτρεπε «χαμηλό κόστος δανεισμού» και έτσι την τόνωση της οικονομίας. Αυτό είναι ένα από τα βασικά επιχειρήματά του στο πρόσφατο άρθρο στην εφημερίδα New York Times, «Συνταγή για την τέλεια καταστροφή».

Ας μας επιτραπεί όμως να αναφέρουμε τα παρακάτω. Πρώτον, η περίπτωση του Καναδά, που αναφέρει σαν παράδειγμα ο Κρούγκαν, είναι διαφορετική. Στην Ελλάδα, τα επιτόκια δανεισμού είναι πολύ υψηλά, όχι λόγω αυστηρής νομισματικής πολιτικής (αντίθετα, η ΕΚΤ ακολουθεί πολύ χαλαρή πολιτική από το 2008), αλλά λόγω των προβλημάτων φερεγγυότητας της ελληνικής οικονομίας που αντανακλώνται στο λεγόμενο country risk. Αρα, για να μειωθούν τα υψηλά επιτόκια δανεισμού στην Ελλάδα, πρέπει να μειωθεί το country risk.

Δεύτερον, οι κύριοι προσδιοριστικοί παράγοντες του country risk στη χώρα μας είναι το υψηλό δημόσιο χρέος και το υψηλό εξωτερικό χρέος. Tο υψηλό δημόσιο χρέος αντανακλά δημοσιονομικά ελλείμματα εδώ και δεκαετίες, ενώ το υψηλό εξωτερικό χρέος αντανακλά μεγάλα εμπορικά ελλείμματα από τις αρχές του 2000. Δηλαδή, τα πολύ χαμηλά επιτόκια (λόγω εισόδου στην Ευρωζώνη) οδήγησαν σε μυωπικά υψηλό δανεισμό, τόσο από την πλευρά του ιδιωτικού τομέα όσο και από την πλευρά της κυβέρνησης. Ο δανεισμός προσφέρθηκε από υπεραισιόδοξες ευρωπαϊκές ιδιωτικές τράπεζες (αυτά έως το 2008-9).

Τρίτον, με βάση τα παραπάνω, για να μειωθούν τα επιτόκια δανεισμού, πρέπει να μειωθούν το δημόσιο και το εξωτερικό χρέος. Μέχρι στιγμής αυτή η μείωση έχει γίνει (συνειδητά ή όχι) μόνο μέσω της λιτότητας. Ομως, όπως αναφέρει και ο Κρούγκμαν, αυτό οδηγεί σε φαύλο κύκλο. Το μείγμα της οικονομικής πολιτικής των τελευταίων ετών δεν είναι το σωστό: έχει αγνοήσει βασικές οικονομικές αρχές και κίνητρα. Επρεπε να είχε στηριχθεί κυρίως σε μεταρρυθμίσεις και ένα σταθερό μακροοικονομικό περιβάλλον. Η αβεβαιότητα των τελευταίων μηνών ήταν το τελειωτικό χτύπημα.

Τέταρτον, είναι άραγε καλύτερα να εγκαταλείψουμε το ευρώ, να τυπώσουμε εθνικό νόμισμα και να κάνουμε μια μεγάλη υποτίμηση αυτού του νέου αδύναμου νομίσματος; Βραχυχρόνια, τέτοιες εξελίξεις, ειδικά σε μια οικονομία χωρίς ισχυρά θεσμικά υπόβαθρα όπως η ελληνική, θα οδηγούσαν σε τραπεζικό πανικό, έλλειψη βασικών αγαθών, υπερπληθωρισμό, επιδείνωση της αβεβαιότητας και περαιτέρω μείωση των πραγματικών μισθών (που ήδη έχουν μειωθεί). Μεσοπρόθεσμα, θα είχαμε στασιμοπληθωρισμό, όπως τις δεκαετίες μετά την κατάρρευση του Bretton Woods και πριν από το ευρώ. Ας θυμηθούμε εδώ ότι ένα από τα βασικά επιχειρήματα για το ευρώ ήταν το σπάσιμο του φαύλου κύκλου μεταξύ πληθωρισμού, υποτίμησης και ύφεσης, που αντανακλά προβλήματα αξιοπιστίας και κακή χρήση της νομισματικής πολιτικής. Προφανώς τέτοια προβλήματα δεν είναι έντονα σε χώρες όπως ο Καναδάς ή η Μεγάλη Βρετανία, η Σουηδία και η Δανία στην Ε.Ε., οπότε γι’ αυτές τις χώρες τα επιχειρήματα για ανεξάρτητη νομισματική πολιτική είναι πολύ πιο ισχυρά.

Πέμπτον, ακόμα και αν δεν υπάρχουν τα βραχυχρόνια ρίσκα από μια έξοδο από το ευρώ, και ακόμα και αν αγνοήσουμε τα προβλήματα αξιοπιστίας που αναφέραμε παραπάνω, μπορεί μια ανεξάρτητη νομισματική πολιτική να είναι τόσο χρήσιμη; Οσο τουλάχιστον γνωρίζουμε, τα οφέλη μπορεί να είναι βραχυχρόνια μόνο.

Μακάρι να μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα της πραγματικής οικονομίας (δομική ανεργία, χαμηλή ανταγωνιστικότητα, υπο-επένδυση, φτώχεια) με χαλαρή νομισματική πολιτική και συνεχή υποτίμηση του νομίσματος. Αυτά είναι πραγματικά προβλήματα που απαιτούν (δυστυχώς) πραγματικά μέτρα.

* Η κ. Μαργαρίτα Κατσίμη, ο κ. Πάνος Τσακλόγλου και ο κ. Αποστόλης Φιλιππόπουλος είναι καθηγητές στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή