Ηταν φανερό ότι ο Αλέξης Τσίπρας ένιωθε άβολα στην τηλεμαχία της Τετάρτης. Eλειπε το λαμπερό χαμόγελο που είναι το σήμα κατατεθέν του, έλειπαν οι ιδεαλιστικές προκηρύξεις ριζοσπαστικών αλλαγών που θα έφερναν το κατεστημένο στα γόνατα και τον λαό στην εξουσία. Hταν σφιγμένος, αμυντικός, και έδειχνε ιδιαίτερα ενοχλημένος όταν δεχόταν αιχμηρές ερωτήσεις. Η εικόνα του «εύθυμου πολεμιστή», που τον χαρακτήριζε στις προεκλογικές περιόδους του 2012 και του περασμένου Ιανουαρίου, στο ντιμπέιτ για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Μάιο του 2014, και στην ταραχώδη εβδομάδα πριν από το δημοψήφισμα, τον είχε εγκαταλείψει.
Μίλησε ο κ. Τσίπρας για «υποκρισία» και χαρακτήρισε «ντροπή» τη συμπεριφορά όσων τολμούν να τον επικρίνουν για την ολέθρια επιλογή του για το χαρτοφυλάκιο της μεταναστευτικής πολιτικής.
Κατηγόρησε μάλιστα τα κόμματα που στηλίτευσαν τις κυβερνητικές επιλογές των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στο μεταναστευτικό για «λαϊκισμό». Είναι κάτι που το κάνουν οι περισσότεροι πολιτικοί όταν μεταπηδούν από τα έδρανα της αντιπολίτευσης στη σκληρή πραγματικότητα της εξουσίας. Ο τρόπος με τον οποίο το έκανε όμως –η αγανάκτηση στο ύφος του– έδειξε ότι δεν αντιλαμβανόταν την ειρωνεία της συγκεκριμένης μομφής, προερχόμενης από τα χείλη του.
Τόσο στο θέμα των προσφύγων όσο και σχετικά με την Περήφανη Διαπραγμάτευση, ο «παραιτηθείς πρωθυπουργός» (όπως τον αναφέρει παγίως πλέον μία συγκεκριμένη πρώην συντρόφισσά του) διεκδικούσε επίσης στο ντιμπέιτ την επιδοκιμασία για την προσπάθεια που κατέβαλλε, ανεξαρτήτως των τραγικών αποτελεσμάτων. Οι πρωθυπουργοί όμως δεν κρίνονται από τις προθέσεις τους. Μπορεί κάποιος να έχει τα πιο αγνά κίνητρα, τα πιο ευγενή ιδεώδη. Αν αυτά δεν συνοδεύονται από στρατηγικό σχεδιασμό, διοικητική ικανότητα και –ακόμα πιο θεμελιωδώς– επαρκή αντίληψη των εξωτερικών συνθηκών, είναι βέβαιον ότι θα οδηγήσουν σε ναυάγιο.
Μέρος της αμηχανίας του κ. Τσίπρα αναμφίβολα οφείλεται στην προσδοκία του ότι θα έκανε έναν χαλαρό εκλογικό περίπατο. Το ευρύτερό του πρόβλημα –που καθιστά επισφαλή την επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να εστιάσει την προεκλογική του στρατηγική στο πρόσωπό του– είναι ότι δεν μπορεί να μπει στο πετσί του ρόλου του ηγέτη που κυβέρνησε, του πολιτικού που συμβιβάστηκε και πρέπει να υπερασπιστεί αυτούς τους συμβιβασμούς.
Η μετάβαση από τη λογική του παράλληλου νομίσματος σε αυτήν του παράλληλου προγράμματος τον έχει αφήσει ζαλισμένο, να αναπολεί τις εποχές –με κορύφωση τις δραματικές μέρες πριν από το δημοψήφισμα– όπου ήταν ένα με τον λαό και με το κόμμα, που αντιπολιτευόταν τους Ευρωπαίους και την «τρόικα εσωτερικού».
Ο πρώην κυβερνήτης της Νέας Υόρκης Μάριο Κουόμο είχε πει ότι την ποίηση της προεκλογικής εκστρατείας πρέπει να τη διαδέχεται η πρόζα της διακυβέρνησης.
Ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένας προεκλογικός ποιητής που συνέπαιρνε τα πλήθη. Η εμπειρία της διακυβέρνησης, ωστόσο, έκανε την ποίησή του να στερέψει. Τον έχει μετατρέψει σε έναν πολιτικά κούφιο άνθρωπο (για να θυμηθούμε έναν πραγματικό ποιητή), με μόνο περιεχόμενο τη δίψα για διαιώνιση της εξουσίας του.