Η δύσκολη πορεία του Αλέξη Τσίπρα στην Ε.Ε.

Η δύσκολη πορεία του Αλέξη Τσίπρα στην Ε.Ε.

3' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​Η επανεκλογή του Αλέξη Τσίπρα στην πρωθυπουργία της Ελλάδας αποτελεί καλό νέο για την Ευρωπαϊκή Ενωση, ιδιαίτερα για τη Γερμανία. Ισως ακούγεται περίεργο. Αλλωστε, ο Ελληνας υπουργός Οικονομικών Γ. Βαρουφάκης είχε μια πολύ άσχημη σχέση με τον Γερμανό ομόλογό του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, σε σημείο που ο τελευταίος έφθασε σε μια φάση να επιθυμεί το «πάγωμα» της συμμετοχής της Ελλάδας στην Ευρωζώνη.

Η Αγκελα Μέρκελ πολύ γρήγορα σταμάτησε την ιδέα αυτή. Ενα Grexit θα είχε αποδυναμώσει την Ευρώπη ακόμη περισσότερο, αλλά μπορούσε και να καταστρέψει το ευρώ. Οντως, από τη στιγμή που εξελέγη πρωθυπουργός, τον περασμένο Ιανουάριο, ο Αλέξης Τσίπρας και η Γερμανίδα καγκελάριος εργάσθηκαν σκληρά για να οικοδομήσουν μια σχέση κατανόησης. Δεν ήταν πάντα εύκολο. Ιδιαίτερα από τη στιγμή που ο κ. Τσίπρας, αντιδρώντας στις πιέσεις που δεχόταν, έκανε κινήσεις προς διαφορετικές κατευθύνσεις προσπαθώντας να καθησυχάσει το κόμμα του, έδινε μια μάχη για να εξασφαλίσει από τους εταίρους του στην Ευρωπαϊκή Ενωση την καλύτερη δυνατή συμφωνία για τη χώρα του και ταυτόχρονα προσπαθούσε να μην αποξενώσει τη Γερμανία, το πιο σημαντικό μέλος της Ευρωζώνης.

Η κ. Μέρκελ αφιέρωσε πολύ χρόνο μιλώντας στον κ. Τσίπρα για να κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να υποβαθμίζεται. Οταν ο Ελληνας πρωθυπουργός έφθασε στην ξαφνική ανακοίνωση, τον Αύγουστο, της διενέργειας πρόωρων εκλογών, υπήρχε ελπίδα στο Βερολίνο και σε αρκετές άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ότι θα κερδίσει. Ηξεραν τι είδος πολιτικού είχαν μπροστά τους για να συνεργασθούν μαζί του. Δεν ήθελαν να έχουν να εργασθούν με άλλο ένα νέο πρόσωπο στην Αθήνα.

Και ο κ. Τσίπρας επίσης γνώριζε –έμαθε μέσα από πικρή εμπειρία– τι σημαίνει η Ευρωπαϊκή Ενωση και πως το να μπλοφάρει κανείς και να θέτει νέες απαιτήσεις δεν πρόκειται να αποφέρει αποτελέσματα. Από τον Ιανουάριο μέχρι τον Σεπτέμβριο έμαθε τους μηχανισμούς της Ε.Ε., πώς λειτουργεί, ποιοι συμβιβασμοί μπορούν και ποιοι δεν μπορούν να γίνουν. Ηταν μια μεγάλη καμπύλη γνώσης γι’ αυτόν τον δυναμικό ηγέτη ενός κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ο κ. Τσίπρας έχει τώρα πολύ καλύτερη αντίληψη του τι είναι η Ενωση και ποια είναι η επιρροή της κ. Μέρκελ σε αυτήν. Δεν θα είναι μια εύκολη πορεία.

Είμαστε μακριά από την ημέρα που θα τελειώσει η οικονομική κρίση της Ελλάδας. Αλλά ο κ. Τσίπρας έχει μια λαϊκή εντολή. Εάν έχει αρκετούς τεχνοκράτες και πολιτικό θάρρος για να υλοποιήσει πάρα πολύ δύσκολες μεταρρυθμίσεις, ίσως υπό την ηγεσία του οι θεσμοί της Ελλάδας να μπορέσουν επιτέλους να εκσυγχρονισθούν. Ισως θα μπορούσε να εισαγάγει και ένα νέο πολιτικό πολιτισμό. Ολα αυτά, φυσικά, είναι μεγάλα «ίσως».

Και σαν να μην έφθαναν αυτά, η Ελλάδα έχει να αντιμετωπίσει την κρίση της ροής προσφύγων και την αστάθεια της Μέσης Ανατολής. Και, βραχυπρόθεσμα, κανένα από τα δύο αυτά προβλήματα δεν πρόκειται να εκλείψει, για να μην αναφερθώ στο τι μπορεί να γίνει σε ό,τι αφορά τις συνομιλίες για επίλυση του Κυπριακού.

Αυτά είναι σημαντικά ζητήματα που αφορούν στην ασφάλεια της Ελλάδας και ο κ. Τσίπρας θα χρειαστεί να τα διαχειρισθεί και να τα αντιμετωπίσει. Η αναμενόμενη συνάντηση ανάμεσα στους προέδρους των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας, στη Νέα Υόρκη, αυτή την εβδομάδα, ίσως οδηγήσει σε πολιτικές διαπραγματεύσεις για το πώς μπορεί να τερματισθεί ο πόλεμος στη Συρία. Εάν συμβεί αυτό, θα μπορούσε σιγά σιγά να αφαιρέσει από την Ελλάδα το τεράστιο βάρος που έχει να αντιμετωπίσει σε σχέση με τους πρόσφυγες.

Επιπροσθέτως, εάν ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν καταφέρει μια διπλωματική επιτυχία στα Ηνωμένη Εθνη, ο κ. Τσίπρας δεν θα δαιμονοποιείται πλέον σε τέτοιο βαθμό από τους εταίρους του στην Ευρωπαϊκή Ενωση για το «φλερτ» προς τη Μόσχα. Αλλά πέρα από όλα αυτά τα δεδομένα, ο κ. Τσίπρας γνωρίζει με ποιον πρέπει να συνεργάζεται και σε ποιον να πιστεύει και να στηρίζεται. Και αυτός δεν είναι άλλος από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Και μην ξεχνάτε το ΝΑΤΟ. Ναι, κατά την πρώτη θητεία του στην πρωθυπουργία, οι κυβερνητικοί του εταίροι όντως εκτόξευσαν κάποιες απειλές περί αποχώρησης από το ΝΑΤΟ. Μπορεί κανείς να ονειρεύεται. Την τελευταία φορά που κοίταξα, η Ελλάδα είχε απελπιστικά ανάγκη το ΝΑΤΟ ως ζωτικό εγγυητή της ασφάλειάς της σε αυτήν την αυξανόμενα απρόβλεπτη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Αυτή η ανάγκη θα καταστεί πιο σημαντική τους επόμενους μήνες και χρόνια, υπό την προϋπόθεση ότι η Ατλαντική Συμμαχία και η Ευρωπαϊκή Ενωση θα αρχίσουν να σκέπτονται και να δρουν στρατηγικά σε ό,τι αφορά την ανατολική και τη νότια γειτονιά τους.

* Η κ. Τζούντι Ντέμσεϊ είναι αναλύτρια στο ίδρυμα Carnegie.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή