Το θαύμα που δεν έγινε

2' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου στην Ελλάδα γέννησαν την ελπίδα ότι ίσως συμβεί ένα θαύμα. Οχι, δεν μιλάω για πιθανή νίκη της Νέας Δημοκρατίας – λόγω της μαζικής παραπληροφόρησης από την επικοινωνιακή μηχανή του ΣΥΡΙΖΑ και το παραδοσιακά επηρεαζόμενο ελληνικό εκλογικό σώμα, είχαμε ουσιαστικά αποκλείσει αυτή την πιθανότητα. Μερικοί από εμάς ήλπιζαν ότι, εάν δινόταν στον ΣΥΡΙΖΑ μια δεύτερη ευκαιρία, ο κύριος Τσίπρας ίσως να αξιοποιούσε την ευκαιρία για να διορθώσει τα λάθη της πρώτης του κυβέρνησης. Η πρώτη συγκυβέρνηση από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ, από τον Ιανουάριο μέχρι τον Αύγουστο του 2015, αποκάλυψε μεγάλη άγνοια και διαδικαστική ανικανότητα στην διάρκεια του σύντομου βίου της. Το οικονομικό επιτελείο αποτελείτο από άπειρους οικονομολόγους που είχαν μετατραπεί σε πολιτικούς που αγνοούσαν την απλή αριθμητική του προϋπολογισμού και δεν σέβονταν τις πολιτικές και τους μηχανισμούς των διεθνών οργανισμών με τους οποίους διαπραγματεύονταν.

Στην αρχή, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίστηκε με επιείκεια, και οι Ευρωπαίοι εταίροι και το ΔΝΤ ήταν πρόθυμοι να προβούν σε συμβιβασμούς, τόσο σε ό,τι αφορά την ουσία όσο και την εικόνα, όπως την αλλαγή της ονομασίας «τρόικα» σε «θεσμούς» και τη μεταφορά των διαπραγματεύσεων από την Αθήνα στις Βρυξέλλες με στόχο να προχωρήσει η διαδικασία.

Κατά τα τέλη του Απριλίου, οι διαπραγματευτές του ΣΥΡΙΖΑ είχαν καταντήσει ο περίγελως των ομολόγων τους, και η διαδικασία διεκόπη απότομα στις 12 Ιουλίου, όταν ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας εξαναγκάστηκε να υπογράψει μια συμφωνία στην ευρωπαϊκή σύνοδο που οδήγησε στην τρίτη συμφωνία διάσωσης.

Με αυτό ως παρασκήνιο, ήλπιζα ότι μετά τις εκλογές της περασμένης Κυριακής θα συνέβαιναν τρία πράγματα:

Πρώτον, ότι η νέα κυβέρνηση θα αντανακλούσε έναν συνασπισμό ευρείας βάσης, ανεξαρτήτως του εκλογικού αποτελέσματος. Με άλλα λόγια, η προσδοκία ήταν ότι, ως νικητής, ο κύριος Τσίπρας θα έτεινε κλάδο ελαίας και θα προσέγγιζε τους αντιπάλους που θα ήθελαν να συνεργαστούν, για να αναδείξει την ανάγκη για μια κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, την οποία επιβάλλουν οι σημερινές δραματικές συνθήκες.

Δεύτερον, ότι τεχνοκράτες με εξειδικευμένη γνώση θα διορίζονταν στα κύρια οικονομικά υπουργεία –με την ευρεία του όρου έννοια– για να προχωρήσουν μπροστά, συστηματικά και αποτελεσματικά με την υλοποίηση των δεσμεύσεων της τρίτης πολύ σκληρής συμφωνίας διάσωσης, που υπογράφηκε τον Ιούλιο.

Τρίτον, ίσως η νέα κυβέρνηση θα εξέταζε το ενδεχόμενο να ζητήσει από το Κοινοβούλιο αυξημένες νομοθετικές δυνάμεις για την προώθηση της διαδικασίας, όπως είχε κάνει το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών και η ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ το 2008, για να υπερπηδήσουν τις κανονικές διαδικασίες αποδοχής και ελέγχου.

Αντιθέτως, κανένα από αυτά τα στοιχεία δεν πραγματοποιήθηκε στην δεύτερη κυβέρνηση του κύριου Τσίπρα. Κάποιοι εξωτερικοί παρατηρητές δεν ήταν αντίθετοι στο να δοθεί στον ΣΥΡΙΖΑ μια «δεύτερη ευκαιρία», αλλά μία «δεύτερη ευκαιρία» συνήθως σημαίνει ότι οι άνθρωποι μαθαίνουν από τα λάθη τους και είναι έτοιμοι να προσαρμόσουν ανάλογα τη συμπεριφορά και τις πολιτικές τους. Δεν συνέβη αυτό με τον κύριο Τσίπρα. Η δεύτερη κυβέρνησή του διαφέρει πολύ λίγο από την πρώτη. Το θαύμα που δεν έγινε άνοιξε τώρα τον δρόμο για μία επιταχυνόμενη έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη.

* Ο κ. Θάνος Κατσάμπας είναι πρώην αναπληρωτής εκτελεστικός διευθυντής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή