Μέχρι πρόσφατα θεωρούσα πως αν ποτέ γίνονταν εκλογές με κλειστές τράπεζες θα προκαλούσαν αυτόματα πολιτικό κατακλυσμό, αφού καμιά κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να απορροφήσει το οικονομικό κόστος που συνεπάγεται κάτι τέτοιο. Αυτό με τη σειρά θα πυροδοτούσε ραγδαίες πολιτικές διεργασίες που σε συνδυασμό με την απομυθοποίηση της αντιμνημονιακής ατζέντας και την αντίστοιχη απομάγευση μιας μεγάλης μερίδας του κόσμου θα είχε καταλυτικές πολιτικές συνέπειες.
Στη θέση αυτή με οδήγησε κυρίως η εμπειρία της Αργεντινής, η οποία κατέρρευσε πολιτικά μόλις ανακοινώθηκε το κλείσιμο των τραπεζών και ξέσπασαν πολύνεκρες ταραχές. Και προφανώς έπεσα έξω: οι εκλογές του Σεπτεμβρίου ήταν εκλογές αποδοχής και έγκρισης της κυβερνητικής πολιτικής, όχι εκλογές ανατροπής. Η κυβέρνηση με άλλα λόγια πέτυχε να απορροφήσει έναν κραδασμό που κανονικά δεν απορροφάται. Πώς εξηγείται αυτό;
Αυτό δεν οφείλεται βέβαια στη χαρισματική προσωπικότητα του Αλέξη Τσίπρα, αλλά σε ορισμένες καίριες διαφορές ανάμεσα στην εφαρμογή των κεφαλαιακών ελέγχων στην Αργεντινή και την Ελλάδα. Στη χώρα μας το οικονομικό σοκ ήταν μειωμένο, έμμεσο και βραδυφλεγές συγκριτικά με αυτό της Αργεντινής. Εκεί, οι κεφαλαιακοί έλεγχοι σήμαναν άμεσα κούρεμα των καταθέσεων λόγω της άμεσης υποτίμησης του νομίσματος, ενώ στην Ελλάδα η προοπτική αυτή αποφεύχθηκε λόγω του τρίτου μνημονίου. Συγχρόνως, η έκρυθμη κατάσταση που δημιούργησε η «περήφανη διαπραγμάτευση», έπεισε πολύ κόσμο να αποσύρει τις καταθέσεις του από τις τράπεζες, ενώ για διάφορους λόγους ο ανεφοδιασμός των αγορών συνεχίστηκε χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Τέλος, η δημογραφική σύνθεση της χώρας μας είναι ιδιάζουσα καθώς το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού εξαρτάται πλέον από το Δημόσιο. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Μάνου Ματσαγγάνη, αν στους 2.656.000 συνταξιούχους και τους 640.000 δημοσίους υπαλλήλους προσθέσει κανείς και τους 423.000 αγρότες που ουσιαστικά ζουν από το κράτος, τότε η επιβίωση της πλειοψηφίας του πληθυσμού είναι συνάρτηση της ικανότητας του δημοσίου (και όχι του ιδιωτικού τομέα) να καταβάλλει μισθούς και συντάξεις. Προφανώς, ένα τέτοιο κράτος δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς παραγωγή πλούτου από τον ιδιωτικό τομέα. Βραχυπρόθεσμα, όμως, οι παράγοντες αυτοί μας βοηθούν να κατανοήσουμε και το αποτέλεσμα των εκλογών και το παράδοξο μιας εκλογικής αναμέτρησης στην οποία κανένα κόμμα δεν είχε ως κεντρικό του σύνθημα τη δημιουργία θέσεων εργασίας (και το ακόμη μεγαλύτερο παράδοξο, μια τέτοια απουσία να περνάει απαρατήρητη).
Προς το παρόν η θέση μας στο επίκεντρο των Ευρωπαϊκών εξελίξεων μας γλίτωσε, για άλλη μια φορά, από τα χειρότερα. Αλλά εκεί έγκειται και η κακοδαιμονία μας: επειδή κάθε φορά αποφεύγουμε τα χειρότερα, καταλήγουμε στα λάθος συμπεράσματα και κάνουμε εσφαλμένες επιλογές. Η επιβράβευση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ ΑΝΕΛ είναι ένα ακόμη βήμα στον ατέρμονο κατάλογο των εσφαλμένων επιλογών. Με βάση, λοιπόν, τα δεδομένα αυτά, ποιες είναι οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές που ανοίγονται μετά τις εκλογές; Διακρίνω τρεις.
Η πρώτη (αισιόδοξη) προοπτική βασίζεται στην υπόθεση ενός «ενάρετου» οικονομικού και πολιτικού κύκλου. Στο σενάριο αυτό, η φιλοδοξία και ηγετική ικανότητα του Αλέξη Τσίπρα τον ωθεί τελικά στην υιοθέτηση ορισμένων μεταρρυθμιστικών τομών που θα απελευθερώσουν τις υπάρχουσες οικονομικές δυνάμεις και θα επιτρέψουν τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος, κάτι που δεν πολύ πιο εύκολο απ’ όσο νομίζουμε καθώς έχει προηγηθεί μια τεράστια ύφεση. Μια τέτοια επιτυχία θα οδηγούσε σε αλυσίδα θετικών αλλαγών και συνολική βελτίωση της κατάστασης, κάτι αντίστοιχο δηλαδή με αυτό που έγινε τη δεκαετία του ’90, στη διάρκεια της δεύτερης διακυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου. Οπως έχω σημειώσει, οι αμφιβολίες μου ως προς την προοπτική αυτή σχετίζονται με τις ιδέες του Αλέξη Τσίπρα και την ποιότητα του κυβερνητικού επιτελείου.
Η δεύτερη (εφιαλτική) προοπτική αφορά το ενδεχόμενο μιας ολοκληρωτικής οικονομικής κατάρρευσης. Προς το παρόν έχει απομακρυνθεί αλλά αν δεν σημειωθεί κάποια βελτίωση της οικονομίας στα επόμενα δύο χρόνια, θα επανέλθει.
Η τρίτη προοπτική, που έχω περιγράψει στο παρελθόν ως «τέλμα», περιγράφει μια πραγματικότητα αντίστοιχη αυτής πολλών μετακομμουνιστικών κοινωνιών που ζουν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, μέσα σε μια αργή μεν αλλά σταθερή παρακμή, όπου επικρατεί η γενικευμένη απογοήτευση και μιζέρια, η μόνιμη διαφθορά και η απουσία της ελπίδας για το μέλλον. Στο τέλμα φθάνει κανείς όταν επιτυγχάνει μια μικρή οικονομική ανάκαμψη που αποτρέπει μεν την κατάρρευση, αλλά δεν αρκεί για τη δημιουργία ενός «ενάρετου» κύκλου. Το χειρότερο είναι πως μια πολιτικά ικανή κυβέρνηση μπορεί να επιβιώσει μέσα σε ένα οικονομικό τέλμα, διαιωνίζοντάς το διαμέσου μιας τεχνητής πόλωσης και ενός πελατειακού συστήματος βασισμένου στην αναδιανομή της φτώχειας, όπου τα ρουσφέτια αφορούν πλέον μόνο την αποφυγή του χειρότερου, π.χ. μιας κακής μετάθεσης στην επαρχία, μιας εισαγωγής σε ένα διαλυμένο νοσοκομείο κ.λπ.
Το κακό με το τέλμα, είναι πως διαρκεί, όπως άλλωστε υποδηλώνει η ίδια η λέξη: όταν βρεθείς εκεί, βαλτώνεις. Από την άποψη αυτή, το τέλμα μπορεί να αποδειχθεί χειρότερο από μια ολοκληρωτική καταστροφή που ενέχει κάποιο σπέρμα δημιουργίας. Από την άλλη όμως και η αποφυγή της καταστροφής διασώζει το ενδεχόμενο ενός ενάρετου κύκλου.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.