Ελλάδα και Πορτογαλία

2' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα αποτελέσματα των προχθεσινών βουλευτικών εκλογών στην Πορτογαλία παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Εκεί, το κεντροδεξιό «αδελφάκι» της Νέας Δημοκρατίας συγκράτησε σε μεγάλο βαθμό τις δυνάμεις του και, παρά την εφαρμογή ενός δύσκολου μνημονίου, πρόκειται να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας. Αλήθεια, τι πήγε τόσο διαφορετικά στη «μνημονιακή» Πορτογαλία και δεν κατέρρευσε το πολιτικό σύστημα όπως συνέβη στην Ελλάδα;

Το 2014 το Bloomberg είχε επιχειρήσει να δώσει τη δική του απάντηση σε ένα ελαφρώς διαφορετικό ερώτημα: γιατί στην Πορτογαλία δεν είχαν επιτυχία αριστερόστροφα σχήματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και το Podemos. Στο πλαίσιο εκείνου του ρεπορτάζ ο Ντιόγκο Τεϊξέιρα, διευθύνων σύμβουλος μιας επενδυτικής εταιρείας που εδρεύει στη Λισσαβώνα, είχε δηλώσει, ανάμεσα σε άλλα, ότι «οι πολίτες στην Πορτογαλία είναι περισσότερο πραγματιστές. Θέλουν να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα και τις προκλήσεις με ρεαλισμό. Δεν πιστεύουν σε μαγικές λύσεις. Τα κόμματα ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες τους».

Είχα επισκεφθεί την Πορτογαλία στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και θυμάμαι ότι έφτανα στη Λισσαβώνα με την πεποίθηση πως επισκέπτομαι την πιο φτωχή χώρα της Δυτικής Ευρώπης. Από κοντά, διαπίστωσα ότι οι Πορτογάλοι είχαν διανύσει μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα τεράστια απόσταση αξιοποιώντας πλήρως τα ευρωπαϊκά προγράμματα της εποχής. Σε επίπεδο υποδομών και υπηρεσιών η διαφορά ήταν ήδη υπολογίσιμη (υπέρ της Πορτογαλίας). Δεν θα ξεχάσω την έκπληξή μου ταξιδεύοντας με τρένο από τη Λισσαβώνα στο Πόρτο.

Ο «πραγματισμός» για τον οποίο μιλάει ο διευθύνων σύμβουλος της επενδυτικής εταιρείας απηχεί μια πραγματικότητα: οι Πορτογάλοι είδαν τη χώρα τους να αλλάζει «κατηγορία» μέσα σε λίγα χρόνια. Παρά τη σχετική στασιμότητα που ακολούθησε και την υπαγωγή σε επώδυνο μνημόνιο πιο πρόσφατα, αναγνωρίζουν στην πολιτική τους τάξη μια μεγάλη επιτυχία. Και, όπως μαρτυρά η εκλογική τους συμπεριφορά, δεν είχαν καμία όρεξη να θέσουν σε κίνδυνο τη νεοαποκτημένη τους ευημερία, έστω και τραυματισμένη. Αντίθετα, η πιο πρόσφατη εμπειρία του εκσυγχρονιστικού «πειράματος» στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι θολή, αν όχι αρνητική. Υστερα από διαδοχικά «πακέτα Ντελόρ», ΕΣΠΑ κ.λπ., για να ταξιδέψουμε με τρένο από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη θέλουμε σχεδόν έξι ώρες, όσο δηλαδή χρειαζόμασταν και το 1993. Παρά τις επιμέρους βελτιώσεις, η επαφή με τις δημόσιες υπηρεσίες παραμένει πολλές φορές εξουθενωτική.

Συνοπτικά, οι δύο πόλοι του παλιού ελληνικού δικομματισμού απέτυχαν να διαμορφώσουν ένα πειστικό εκσυγχρονιστικό αφήγημα όσο διέθεταν τους πόρους και το πολιτικό κεφάλαιο. Το άλμα προς την ευημερία στήθηκε πάνω στον κομματισμό, σε υπερβολική διαφθορά και σε ελάχιστη επένδυση σε μεταρρυθμίσεις ή στην καινοτομία. Με αποτέλεσμα, όταν τελειώσαν οι πόροι, η κομματική πελατεία να μετακομίσει σε «νέα μαγαζιά» που διατηρούσαν ζωντανές τις παλιές ψευδαισθήσεις.

Εδώ κάπου οι συγκρίσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και την Πορτογαλία φτάνουν σε άδοξο τέλος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή