Ποιο κόμμα θα γεννήσει «παράταξη»

Ποιο κόμμα θα γεννήσει «παράταξη»

4' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ​​εκλογή αρχηγού στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι μία ακόμα αφορμή για τους πολίτες, να συνειδητοποιήσουμε ότι το πολιτικό σύστημα στη χώρα μας έχει αχρηστευθεί.

Οταν έχει απολείψει η λογική της λειτουργίας των θεσμών, τι νόημα έχει να συζητάμε ποιος θα ηγηθεί στον θεσμό της αξιωματικής αντιπολίτευσης; Οταν το συγκεκριμένο κόμμα δεν έχει ραχοκοκαλιά, δηλαδή στόχους πολιτικούς, κοινωνικό όραμα για τη γλώσσα, την ιστορική συνείδηση, την άμυνα, διαφοροποιημένες προτάσεις από τα άλλα κόμματα, για την παιδεία, τον συνδικαλισμό, τη Δικαιοσύνη, το ασφαλιστικό, τη φοροδιαφυγή, την αναξιοκρατία, πώς θα κρίνουν οι πολίτες ποιος υποψήφιος αρχηγός είναι ικανότερος να υπηρετήσει σκοποθεσίες και επιδιώξεις ανύπαρκτες;

Οταν το 1984 η Νέα Δημοκρατία, πανικόβλητη από τις εκλογικές επιτυχίες του Ανδρέα Παπανδρέου, εξέλεγε αρχηγό τον ώς τότε αντίπαλό της Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, τα στελέχη της ομολογούσαν απερίφραστα ότι η επιλογή τους υπάκουε στη λογική «το ένα σαΐνι να φάει το άλλο»! Χρησιμοποιούσαν και χυδαιότερους χαρακτηρισμούς αποκαλύπτοντας ωμή και απολύτως ιδιοτελή τη λογική τους. Ιδια λογική κυριαρχεί και σήμερα: ποιος από τους υποψήφιους για την αρχηγία είναι ο πιο επιδέξιος για να «φάει» τον Τσίπρα. Είναι το μόνο που τους ενδιαφέρει.

Μοιάζει αυταπόδεικτη η πιστοποίηση ότι η Ν.Δ. δημιουργήθηκε για να είναι κόμμα προσωποπαγές. Δεν φιλοδοξούσε να κομίσει πολιτική πρόταση, κοινωνικές στοχεύσεις, διαφοροποιημένες στρατηγικές, φτιάχτηκε ως θεσμικό όργανο μόνο για να εξυπηρετήσει τις προσωπικές φιλοδοξίες του ιδρυτή της. Βέβαια, απευθυνόταν πάντοτε στα στρώματα του πληθυσμού που συγκροτούσαν άλλοτε το Λαϊκό Κόμμα, και το κόμμα εκείνο εκπροσωπούσε «παράταξη». Παρά τις παιδαριώδεις αντιφάσεις ή και ιδιοτελείς αγυρτείες των ηγετών, η λαϊκή βάση του κόμματος συνιστούσε «παράταξη», γιατί είχε άξονα συνοχής: σάρκωνε (ίσως ανεπίγνωστα, αλλά σαφέστατα) την εμμονή των ψηφοφόρων του στην ελληνική τους ιδιαιτερότητα και ιστορική συνέχεια, την αντίστασή τους στον επαρχιώτικο, ξιπασμένον από τα «φώτα» της Δύσης, βενιζελικό εθνικισμό.

Ο Κων. Καραμανλής αρνήθηκε να συνεχίσει την πολιτική παράδοση του Λαϊκού Κόμματος – ούτε και την κατάλαβε ποτέ. Φιλοδόξησε να είναι ο συνεχιστής του Βενιζελισμού με διαφορετικό πρόσημο, μιμητικό, ασαφές, αλλά στιλπνό: Διάλεξε αρχικά ως ετικέτα τον «ριζοσπαστισμό» (ΕΡΕ) και μετά τον ρητορικό γαλλισμό «Nouvelle République» (Ν.Δ.). Είχε όμως σίγουρο ταλέντο στη διαχειριστική πολιτική, σοβαρότητα και το κυρίως ηγετικό χάρισμα: να βάζει στόχους μεγαλεπήβολους. Απάλλαξε τη χώρα από τη βασιλική επιτρόπευση και πέτυχε την έγκαιρη ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

Τον διαδέχθηκε ο ευπρεπέστατος, αλλά οδυνηρά ελλιπής στην πολιτική στρατηγική και σε κοινωνικές στοχεύσεις, Γεώργιος Ράλλης. Δεν είχε επαρκείς αντιστάσεις και σαρώθηκε από την καταιγίδα του ανδρεϊκού αμοραλισμού και λαϊκισμού. Την ίδια τύχη είχε και ο ασυγκρίτως υπέρτερος σε καλλιέργεια και πυγμή, αλλά εξίσου ανεπαρκής για να προβάλει ρεαλιστικό αντίλογο στον «κοινωνικό μετασχηματισμό» του Ανδρέα, Ευάγγελος Αβέρωφ.

Με τον Κων. Μητσοτάκη αρτιώθηκε και εδραιώθηκε ο ποθητός εκπασοκισμός της Ν.Δ.: η τυφλή απομίμηση των ανδρεϊκών τεχνασμάτων θεωρήθηκε κλειδί για την επανάκτηση της εξουσίας, αλλά κατέληξε στην πλήρη πολιτική αφασία του κόμματος. Η άλλοτε «παράταξη» του πατριωτισμού και του φιλότιμου δεν πρόβαλε ούτε καν προσχηματική αντίσταση στα ιστορικά εγκλήματα του ΠΑΣΟΚ: στην επιβολή της μονοτονικής γραφής, στην κατάργηση κάθε αξιοκρατικής ιεραρχίας, στη διαστροφή του συνδικαλισμού σε δυνάστη του κοινωνικού σώματος, στον ανήθικο και εξωφρενικό υπερδανεισμό της χώρας, στον μεθοδικό αφελληνισμό της παιδείας. Το ΠΑΣΟΚ βύθισε την ελληνική κοινωνία σε έναν κυριολεκτικό πρωτογονισμό μανιακής καταλήστευσης του κράτους από τους πολίτες και του κάθε πολίτη από τους λειτουργούς του κράτους (εφοριακούς, υπαλλήλους της πολεοδομίας, νοσοκομειακούς γιατρούς, τελωνειακούς ή όποιους άλλους), με τη Ν.Δ. να ζηλεύει ολοφάνερα το κατόρθωμα των εθνομηδενιστών και να καρτερεί να τους διαδεχθεί μιμητικά.

Μόνο ο Μιλτιάδης Εβερτ τόλμησε, στον σύντομο χρόνο της αρχηγίας του, να πει απερίφραστα: «Το κόμμα μας είναι σάπιο, οι βουλευτές μας είναι σάπιοι, η χώρα χρειάζεται μιαν ειρηνική επανάσταση». Αλλά ούτε και αυτός την τόλμησε. Στον επόμενο αρχηγό της Ν.Δ., Καραμανλή τον βραχύ, επέβαλαν οι διαφημιστές, σαν κεντρικό σύνθημα της προεκλογικής του εκστρατείας, την υπόσχεση «επανίδρυσης του κράτους». Ηταν η ευστοχότερη λεκτική αντιπρόταση στο ξέφρενο ηδονικό φαγοπότι λωποδυσίας, διαπλοκής και αυθαιρεσίας που είχε στηθεί στη χώρα με τα χρήματα ενός παρανοϊκού υπερδανεισμού. Λεκτικό πυροτέχνημα, που εγκαινίασε την πρωθυπουργία τού πιο άβουλου, νωθρού, βαριεστημένου από την άγουρη επιτυχία του και από την ίδια τη νεότητά του πολιτευτή. Με τον «Κωστάκη» (όπως ονοματικά τον αποτίμησε η λαϊκή εκφραστική) η Ν.Δ. έφτασε στην ολοκληρωτική απώλεια κάθε πολιτικής ιδιοπροσωπίας, μεταποιήθηκε σε ένα «γαλάζιο ΠΑΣΟΚ».

Ακολούθησε η περίοδος Σαμαρά – Μπαλτάκου (το απόγειο ηθικού εκπεσμού του κόμματος), που οδήγησε στη συγκυβέρνηση Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ: στην πλήρη πολιτική ταύτιση των δύο αυτουργών της καταστροφής κοινωνικού ιστού και κρατικής δομής στη «μεταπολιτευτική» Ελλάδα. Υποχρεώθηκαν οι δύο αυτουργοί να συλλειτουργήσουν στον εξευτελιστικότερο από τους ρόλους που επιφύλαξε η «νέμεσις» σε επαγγελματίες της εξουσίας: να «συγκυβερνήσουν» (τάχα μου) υπό διεθνή επιτροπεία.

Τη διαδοχή σε αυτή την εκδοχή και παράδοση ηγεσίας, στο κόμμα της Ν.Δ., διεκδικούν τώρα ο Αδωνις Γεωργιάδης, ο Ευάγγελος Μεϊμαράκης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Απόστολος Τζιτζικώστας. Διερωτάται ο έννους πολίτης, ποιο είναι το επίπεδο αυτογνωσίας και επαφής με την πραγματικότητα αυτών των ανθρώπων; Κανένας τους δεν μιλάει για κοινωνικούς στόχους του κόμματος, για πολιτικές στρατηγικές, για αναγκαίες μεταρρυθμιστικές τομές, για λογοδοσία όσων υπήρξαν αυτουργοί ειδεχθών κοινωνικών εγκλημάτων. Ολοι μιλάνε τη γλώσσα των κερκίδων και με τα κριτήρια των κερκίδων, όλοι αυτοπροβάλλονται σαν ικανοί να γίνουν ο μονομάχος «αντι-Τσίπρας».

Η στοιχειώδης σοβαρότητα, λογική και αυτοσεβασμός των εκλεκτόρων δοκιμάζονται οδυνηρά. Ο Αδωνις Γεωργιάδης μοιάζει ένα ενθουσιώδες προσκοπάκι, με φανατισμό νεοπροσήλυτου στο κόμμα και επικίνδυνα περιορισμένη κατάρτιση ή ωριμότητα. Ο Ευ. Μεϊμαράκης έχει φωραθεί δύο φορές από τις τηλεοπτικές κάμερες να βωμολοχεί με λεξιλόγιο του υποκόσμου, απίστευτης χυδαιότητας – αναγκάστηκε γι’ αυτό να παραιτηθεί από πρόεδρος της Βουλής και ο κ. Σαμαράς δεν έκανε δεκτή την παραίτησή του. Ο Απ. Τζιτζικώστας είναι ευπρεπέστατος, καλός διαχειριστής, αλλά μόνον αερολογεί με γενικότητες και αφελείς κοινοτοπίες. Ο Κ. Μητσοτάκης, μάλλον ο σοβαρότερος και ευφυέστερος, αυτοακυρώνεται με μόνη την προσαρμογή του στη λογική και στους στόχους αυτής της «αρχηγικής» αναμέτρησης.

Είναι ανάγκη κάποιο καινούργιο όραμα να γεννήσει λαϊκή «παράταξη».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή