Πανηγυρική οπισθοχώρηση

3' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε πρόσφατο άρθρο της «Γκάρντιαν» περιγράφεται με πλούσιες λεπτομέρειες η κρίσιμη τελική φάση των διαπραγματεύσεων στις Βρυξέλλες τον περασμένο Ιούλιο που ακολούθησε το δημοψήφισμα και οδήγησε στην πλήρη μεταστροφή του Αλέξη Τσίπρα και την υπογραφή του τρίτου μνημονίου. Σε κάποιο σημείο του άρθρου περιγράφεται (πιστεύω για πρώτη φορά) η εντελώς σουρεαλιστική σκηνή, όπου ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έριξε την ιδέα να ζητηθεί από τους Ελληνες υπάλληλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης να αφήσουν τα πόστα τους και να επιστρέψουν άμεσα στην Ελλάδα ώστε να αναλάβουν την ανοικοδόμηση της ελληνικής κρατικής μηχανής, αφού «αυτοί είναι οι άνθρωποι που έχει περισσότερο ανάγκη το ελληνικό κράτος». Αναμφίβολα επρόκειτο για μια προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων εκ μέρους του Γερμανού υπουργού χωρίς κάποιου είδους επεξεργασία και η οποία άλλωστε απορρίφθηκε αμέσως μόλις εκφράστηκε. Δεν απέχει όμως και τόσο από το είδος της ρηξικέλευθης πρωτοβουλίας που θα πρέπει να αναλάβει η χώρα για να μπορέσει να ξεφύγει από το τέλμα στο οποίο βυθίζεται με ταχύτερους πλέον ρυθμούς.

Πραγματικά, αντί να προσπαθούμε να ξεκολλήσουμε, βυθιζόμαστε ακόμη περισσότερο. Είχαμε μία ακόμη ευκαιρία να το διαπιστώσουμε καθώς ξεδιπλώθηκε η κυβερνητική επιχείρηση εκπαραθύρωσης της γενικής γραμματέως Δημοσίων Εσόδων Κατερίνας Σαββαΐδου, τελευταίο επεισόδιο μιας αλυσίδας με γνωστότερους σταθμούς τα ονόματα των Ανδρέα Γεωργίου, Διομήδη Σπινέλλη και Χάρη Θεοχάρη. Πρόκειται για ανθρώπους με εμπειρία και πετυχημένη καριέρα στον ιδιωτικό τομέα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, οι οποίοι για διάφορους λόγους δέχθηκαν να αναλάβουν υψηλή θέση ευθύνης στο ελληνικό Δημόσιο, συνήθως σε μιαν ανεξάρτητη αρχή με σοβαρές ευθύνες και κομβικό ρόλο, όπως η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων ή η Ελληνική Στατιστική Αρχή. Οι άνθρωποι αυτοί θεώρησαν πως θα μπορούσαν να παράγουν έργο και αφοσιώθηκαν σ’ αυτό, μέχρι που προσέκρουσαν στα δύο μεγάλα προβλήματα του ελληνικού Δημοσίου: από τη μια βρέθηκαν στο μέσον ενός γραφειοκρατικού και νομικού κυκεώνα που καθιστά κάθε ενέργεια και απόφαση δυνητικά παράνομη, ευνοώντας την ακινησία και υπομονεύοντας με τον τρόπο αυτό την καινοτομία και την επίλυση των προβλημάτων που χρονίζουν. Από την άλλη χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν την προσπάθεια της εκάστοτε κυβέρνησης να ελέγξει ασφυκτικά ως και την τελευταία πτυχή της κρατικής δραστηριότητας. Το αποτέλεσμα υπήρξε η επιχείρηση απομάκρυνσής τους είτε άμεσα, όπως στην περίπτωση της Σαββαΐδου, είτε έμμεσα διαμέσου του εξαναγκασμού τους σε παραίτηση. Και στις δύο περιπτώσεις προηγήθηκε μια εκστρατεία οργανωμένης δημόσιας σπίλωσης.

Είναι γνωστή η αλγεινή εντύπωση που προκάλεσε στους Ευρωπαίους εταίρους η υπονόμευση του Χ. Θεοχάρη από την κυβέρνηση Σαμαρά και πολλοί θεωρούν πως υπήρξε η αρχή του τέλους της. Είναι σίγουρο πως η απομάκρυνση της Κατ. Σαββαΐδου θα προκαλέσει αντίστοιχες εντυπώσεις, στον βαθμό μάλιστα που η ανεξαρτησία του μηχανισμού εσόδων αποτελεί κομβική μνημονιακή υποχρέωση. Ακόμη και αν οι αντιδράσεις δεν είναι άμεσες, δεν χωρά αμφιβολία πως θα φθαρεί η έστω και περιορισμένη αίσθηση που πήγαινε να δημιουργηθεί σε κάποιους ευρωπαϊκούς κύκλους πως η κυβέρνηση μπορεί να αναλάβει το πολύ δύσκολο έργο που ανέλαβε. Και όπως είναι γνωστό, η επαναλαμβανόμενη αποτυχία έχει σταθερά αυξανόμενο κόστος.

Δεν πρέπει όμως η πάταξη των ανεξάρτητων αρχών να μας απασχολεί εξαιτίας των επιπτώσεων που θα έχει ως προς το μέτωπο των εταίρων. Μας αφορά κυρίως για το τι δείχνει για εμάς τους ίδιους. Είναι σαφές πως το πολιτικό σύστημα, είτε μιλάμε για τα «παλιά» κόμματα, είτε για το «νέο» που δήθεν εκπροσωπεί ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει καμία απολύτως διάθεση να αφήσει να του ξεφύγει ο έλεγχος που ασκεί πάνω στη χώρα, ακόμα και αν αυτό σημαίνει πως αυτός θα ασκείται πάνω σε ερείπια. Αν υπάρχει κάτι καινούργιο, αυτός είναι ο κυνισμός και το θράσος με τον οποίο ασκείται από την παρούσα κυβέρνηση. Είναι εξίσου σαφές πως έχει αναπτυχθεί σε βαθμό ίσως μη αναστρέψιμο μια προϊούσα λογική «αρνητικής επιλογής» (adverse selection), όπως είναι γνωστή η διαδικασία που οδηγεί στη συστηματική επιλογή των κάκιστων. Ποιο πετυχημένο στέλεχος μεγάλης επιχείρησης θα θελήσει ποτέ να μπλέξει με το ελληνικό Δημόσιο; Σύντομα, οι μόνοι που θα είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν κάποια θέση ευθύνης στην ελληνική κρατική μηχανή θα είναι οι κομματικοί εγκάθετοι, είτε πρόκειται για καλοπροαίρετους ανίκανους, είτε για διεφθαρμένους. Ετσι όμως το κράτος θα βυθίζεται όλο και περισσότερο, συμπαρασύροντας αναπόφευκτα και την οικονομία. Γιατί, όπως είναι γνωστό, δίχως ένα ευνομούμενο και λειτουργικό κράτος δεν μπορεί να λειτουργήσει η οικονομία της αγοράς και άρα δεν είναι δυνατή η ευημερία και η προκοπή.

Στο σημείο που βρισκόμαστε, το κράτος έχει ανάγκη από μια πραγματική επανάσταση. Αντ’ αυτού όμως, οπισθοχωρούμε πανηγυρικά. Γι’ αυτό και δεν είναι καθόλου τυχαίο που η μοναδική πρωτότυπη πρόταση υπήρξε η δημιουργία ενός «θερινού Νταβός», μια ιδέα που ταιριάζει περισσότερο στη Γιουγκοσλαβία της δεκαετίας του ’60 παρά σε μια χώρα-μέλος της Ευρωζώνης το 2015.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή