Η σειρά τους τώρα

3' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ας ξεκινήσουμε από τον κοινό τόπο: η πλειονότητα των βουλευτών και στελεχών στη σημερινή Νέα Δημοκρατία είναι συντηρητικοί. Ορισμένοι τούς δίνουν την ονομασία «Λαϊκή Δεξιά» ή άλλες. Στην πραγματικότητα όμως, είναι γνήσιοι συντηρητικοί, συνήθως χωρίς σοβαρή διανοητική επεξεργασία πίσω από τον συντηρητισμό τους, πάντα όμως κινούμενοι με το ένστικτο να συντηρήσουν αυτό που αξίζει.

Δεδομένου ότι ο συντηρητισμός είναι περισσότερο μια στάση απέναντι στα πράγματα και όχι μια ιδεολογία, η θέση αυτή είναι ψυχολογικά κατανοητή, αλλά και απολύτως χρήσιμη για την ομαλότητα της εξέλιξης των πραγμάτων σε μια κοινωνία. Ο συντηρητισμός δεν αρνείται την αλλαγή, διότι η αλλαγή είναι νόμος της ζωής· όμως, εναντιώνεται απολύτως στην επανάσταση, την εξέγερση, τη βίαιη ανατροπή της τάξης πραγμάτων. (Στην Ελλάδα, αυτή η διάκριση δεν είναι πάντα σαφής, καθώς η έννοια της «επανάστασης» αποθεώνεται όχι μόνο στο αφήγημα της Αριστεράς αλλά και στο αφήγημα της εθνικής ιδεολογίας μας – εξ ου οι πάντα έντονες αντιδράσεις στις όποιες απόπειρες αναθεώρησης του εθνικού αφηγήματος, εξ ου επίσης η εκπληκτική επιτυχία του αριστερού εθνολαϊκισμού στη χώρα μας.)

Το πρόβλημα, ωστόσο, με τη συντηρητική τάση εντός της Ν.Δ. είναι ότι η πολιτική έκφραση του συντηρητισμού της είναι άτοπη. Αυτά που θέλει, με απλά λόγια, δεν γίνονται πια. Να δούμε όμως πρώτα τι θέλει. Η ατζέντα της συντηρητικής τάσης της Ν.Δ. δεν είναι σαφής. Πολύ συχνά εκδηλώνεται εμμέσως, συνηθέστερα με γκρίνιες και ως επί το πλείστον με ένα μόλις κεκαλυμμένο αντιμνημονιακό αίσθημα. Οποτε κάποιος εκπρόσωπός της επιχειρεί να διατυπώσει την ατζέντα, το κάνει με τις μπακαλιαρίζουσες, θολές αρλούμπες των διαφημιστών, στις οποίες φαίνεται να έχει κολλήσει η βελόνα του πολιτικού λόγου της Ν.Δ. εδώ και χρόνια. (Παρέκβαση επί προσωπικού. Σκοπίμως επέλεξα τη μεταφορά της βελόνας του απηρχαιωμένου πια πικάπ, μολονότι και εγώ έχω πικάπ και, για όσους θέλουν να ξέρουν, το λατρεύω.)

Σε γενικές γραμμές, πάντως, αυτό που πρεσβεύουν οι συντηρητικοί της Ν.Δ. είναι η διατήρηση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου μέρους των δομών του κράτους που ξέραμε και υπήρξε η αιτία της χρεοκοπίας μας. Με τη ρητορική τους, αναπολούν κατά κάποιο τρόπο μια «χρυσή εποχή» της δεκαετίας του 2000 και υπόσχονται έναν κρατισμό πιο νοικοκυρεμένο και «ευρωπαϊκό». (Συχνά δεν υπάρχει κάποια σοβαρή θεωρητική επεξεργασία πίσω από την προτίμησή τους στον κρατισμό, αλλά περισσότερο η ηδονή της εξουσίας για εκείνον που την ασκεί – και ένα μεγάλο, περίπλοκο κράτος παρέχει άπειρες δυνατότητες ηδονής τοιούτου τύπου…) Προσέξτε, λ.χ., πως σπανίως βγαίνουν μπροστά για να υπερασπισθούν αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, αλλά κυρίως βγάζουν το άχτι τους μαστιγώνοντας την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για τις υποχωρήσεις της. Καταλαβαίνεις, λοιπόν, ότι τους ενδιαφέρει μεν να εισπράξουν τη δυσαρέσκεια που προκαλεί η διάψευση συχνά παράλογων και εξωπραγματικών απαιτήσεων, αλλά δεν τους νοιάζει αν η δυσαρέσκεια που εισπράττουν σε ψήφους φέρνει μαζί της και τις παράλογες, εξωπραγματικές απαιτήσεις, τις οποίες η Ν.Δ. αναλαμβάνει πια να εκφράσει.

Είναι όμως φυσιολογικό ο κρατισμός, έστω σε ηπιότερη από την αριστερή εκδοχή του, να είναι αυτό που ενώνει τη συντηρητική πτέρυγα της Ν.Δ., διότι το ίδιο το κόμμα παραμένει, ως προς τη λογική και τη λειτουργία του, ένα πολυσυλλεκτικού τύπου κόμμα τής προ μνημονίου εποχής, προσκολλημένο στα δεδομένα της εποχής 2004-2009, τα οποία δεν μπορούν να υπάρξουν πια. Μεγαλύτερη σημασία έχει, ωστόσο, ότι ο συγκεκριμένος συντηρητισμός που επικρατεί σήμερα στη Ν.Δ. είναι αυτό που την υποχρεώνει να έχει τη στάση του αμυνομένου. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτός που επιτίθεται, υπερασπιζόμενος αναίσχυντα το όραμα ενός πλούσιου κράτους που θα χρηματοδοτείται με τρόπο μαγικό, ακόμη και όταν υποχωρεί υπογράφοντας μνημόνιο. Η συντηρητική Ν.Δ. απλώς προτείνει έναν συμβιβασμό. Πώς να συγκινήσει ο συμβιβασμός σε μια εποχή με τέτοια πάθη;

Ο μόνος τρόπος για να προσπαθήσει να βρεθεί η Ν.Δ. στη θέση του επιτιθέμενου και να προτείνει κάτι ριζικά διαφορετικό στους ψηφοφόρους είναι αν περάσει η ηγεσία στην πτέρυγα των εκσυγχρονιστών του κόμματος. Ιστορικά, η μετεμφυλιακή Δεξιά είχε πάντα την εκσυγχρονιστική πτέρυγά της, η οποία συνήθως προερχόταν από διευρύνσεις προς το Κέντρο. Στη Ν.Δ. της δεκαετίας του 2000 την εκπροσωπούσε με αξιοσημείωτη στιβαρότητα η Ντόρα Μπακογιάννη. Ομως, έστω και αν η ίδια έδειξε αρκετές φορές ότι δεν το κατάλαβε, εγκατέλειψε ακέφαλη και στην τύχη της την εκσυγχρονιστική πτέρυγα, όταν συμφώνησε με τον Καραμανλή τη διαδοχή.

Είναι βεβαίως αδύνατον, αλλά θα ήταν και τελείως ανεπιθύμητο, να μεταμορφωθεί η Ν.Δ. διαμιάς σε εκσυγχρονιστικό κόμμα. Για να επιβιώσει όμως και πολύ περισσότερο για να επηρεάσει τη διαμόρφωση των πραγμάτων, ο συντηρητισμός της πρέπει να ισορροπήσει δημιουργικά με τις δυνάμεις που εκφράζουν το αίτημα του εκσυγχρονισμού. Η μόνη δυνατότητα, αυτή την ώρα, για να ενισχυθεί η επιρροή του εκσυγχρονιστικού στοιχείου στη Ν.Δ. είναι την επόμενη Κυριακή οι ψηφοφόροι να προτιμήσουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη. (Αν γίνουν οι εκλογές, γιατί πώς να έχεις εμπιστοσύνη…)

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή