Πολιτικό έγκλημα

3' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Α​​ποδίδεται στον Ρούζβελτ το σχόλιο ότι κάποιος δικτάτορας «is a son of a bitch, but he’s our son of a bitch»1. Αυτό μου θύμισε η προσπάθεια του υπουργού Δικαιοσύνης κ.λπ. να αντικρούσει τα επιχειρήματα του κ. Νίκου Αλιβιζάτου κατά της αναγνώρισης εγκλημάτων ως πολιτικών (Καθημερινή 29/11 και 13/12).

Είναι νομίζω χαρακτηριστικό της γενικότερης καθυστέρησης της πολιτικής μας ζωής ότι υποστηρίζεται ακόμα σθεναρά η άποψη ότι το πολιτικό έγκλημα πρέπει να αντιμετωπίζεται διαφορετικά αλλά και επιεικέστερα από τα υπόλοιπα εγκλήματα. Ο κ. Παρασκευόπουλος μάλιστα ζητεί και διάλογο επί του θέματος και δη καρποφόρο. Υποστηρίζει ο υπουργός ότι η επιεικέστερη αντιμετώπιση του πολιτικού εγκλήματος απαιτείται «για την προάσπιση ευρύτερων κοινωνικοπολιτικών στόχων», χωρίς βεβαίως να τους εντοπίζει.

Ο υπουργός μάς μπερδεύει με τον ορισμό που προτείνει. Πολιτικό, λέει, είναι το έγκλημα που γίνεται για προβολή κοινωνικοπολιτικών αιτημάτων μόνο εφόσον συνδυάζεται με την ελάχιστη δυνατή προσβολή έννομων αγαθών. Γράφει επίσης ότι μια ανθρωποκτονία ή η ρίψη μολότοφ δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί πολιτικό έγκλημα, ενώ ως παράδειγμα πολιτικού εγκλήματος παραθέτει την απείθεια ενός διαδηλωτή.

Αν η εμβέλεια της κατηγορίας είναι τόσο περιορισμένη, αν κάλυπτε δηλαδή μόνο μερικά πταίσματα, ίσως να μην άξιζε περαιτέρω συζήτηση – δεν μας πείθει όμως γι’ αυτό η ζέση με την οποία υποστηρίζει ο υπουργός τη διατήρηση των «ευγενών εγκλημάτων». Και μάλιστα «ευγενών εγκλημάτων» που ορίζονται από υποκειμενικά χαρακτηριστικά, όπως τα «κοινωνικοπολιτικά» κίνητρα και η «ελάχιστη δυνατή» προσβολή έννομων αγαθών. Τι θα πει «ελάχιστη δυνατή»; Ο,τι καλύτερο καταφέρει ο εγκληματίας υπό τις περιστάσεις; Και αρκεί να εντοπισθεί ότι τα κίνητρα συνδέονται με κάποιο, οποιοδήποτε, κοινωνικό ή πολιτικό αίτημα;

Το πόσο προβληματική είναι η αποδοχή των πολιτικών εγκλημάτων αναδεικνύεται εύκολα αν στρέψουμε την προσοχή μας στην πρόσφατη έξαρση της θρησκευτικής τρομοκρατίας. Είναι προφανές ότι τα κίνητρα των τζιχαντιστών είναι βαθύτατα κοινωνικοπολιτικά – διεκδικούν με πάθος και ειλικρίνεια (φτάνοντας έως στην αυτοκτονία) μια ριζικά διαφορετική οργάνωση της κοινωνίας, και το κάνουν με μέσα που εκτιμούν ως κατάλληλα και απαραίτητα. Τι κάνουμε με αυτούς; Τους εξαιρούμε γιατί δεν συμμεριζόμαστε τους στόχους τους αλλά και την ιεράρχηση των έννομων αγαθών (και επομένως την αξιολόγηση της προσβολής τους);

Δεν τους αναγνωρίζουμε ως «πολιτικούς εγκληματίες» επειδή δεν είναι της δικής μας σκύλας γιοι; Και κάτι αντίστοιχο δεν ισχύει και για τη φασιστική και ρατσιστική βία; Για να πάρουμε κι ένα ευτελές παράδειγμα, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με επιείκεια η επίθεση του κ. Κασιδιάρη στις κυρίες Δούρου και Κανέλλη;

Συνεπώς ούτε χρήσιμη ούτε λειτουργική είναι η έννοια του πολιτικού εγκλήματος. Αν, όμως, για κάποιο λόγο πρέπει να διατηρηθεί, τότε όσοι επικαλούνται ότι είναι πολιτικοί εγκληματίες αξίζουν αυστηρότερη τιμωρία από οποιονδήποτε άλλον, για τον ίδιο λόγο που επιφυλάσσουμε ιδιαίτερα αυστηρή αντιμετώπιση στην προδοσία, ως ευθεία και συνειδητή απειλή προς το πολίτευμά μας. Εγκλήματα που έχουν άλλα ελατήρια, το χρήμα ή τη σεξουαλική ορμή που αναφέρει σε αντιπαραβολή ο κ. Παρασκευόπουλος, δεν αποκαλύπτουν την ίδια συνειδητή εχθρότητα προς την κοινωνική και πολιτειακή μας οργάνωση. Κάθε έγκλημα προσβάλλει την κοινωνική τάξη αλλά όταν ο εγκληματίας επικαλείται ως στόχο του την πολιτειακή ανατροπή, είναι προφανές ότι πρέπει να αντιμετωπίζει τη μηδενική ανοχή της Δημοκρατίας.

Ο κ. Παρασκευόπουλος ξεκίνησε τη θητεία του εισηγούμενος νόμους καθ’ υπαγόρευσιν των «πολιτικών κρατουμένων» και με απροκάλυπτα φωτογραφική διάσταση2. Αναγνωρίζει ότι είναι εγκληματίες αλλά φαίνεται ότι θεωρεί τις απόψεις τους συμπαθείς. Οπως φαίνεται από το πρόσφατο άρθρο του, πιστεύει ότι η Δημοκρατία υπερβαίνει τους νόμους και το Σύνταγμα (τα «τυπικο-θεσμικά» της χαρακτηριστικά, όπως γράφει) αλλά και ενδυναμώνεται με την παράβαση νόμων.

Ετσι φαίνεται πόσο δίκιο είχε ο κ. Αλιβιζάτος να θεωρεί ότι η θεσμική του ιδιότητα δεν επιτρέπει στον υπουργό να υποστηρίζει τα όσα υποστηρίζει. Γιατί, μεταξύ άλλων, έδωσε όρκο τήρησης των νόμων και του Συντάγματος, την παράβαση των οποίων δεν έχει δικαίωμα να ανέχεται ακόμα και από τους ιδεολογικά συγγενικούς του εγκληματίες.

1. «Είναι γιος σκύλας, αλλά δικός μας γιος σκύλας».

2. (Αλήθεια, πόσοι κρατούμενοι έχουν άραγε απολυθεί μέχρι σήμερα με τη διάταξη που αφορούσε τον Ξηρό;)

* Ο κ. Γιώργος Μομφεράτος είναι σύμβουλος επιχειρήσεων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή