Πού ανήκει η Ελλάδα;

4' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο ​​μεγάλος μας ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης, σε μια έξαρση απόλυτης απαισιοδοξίας, είχε αναφωνήσει: «…και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις». Δυστυχώς, ογδόντα δύο χρόνια μετά τον θάνατό του το ίδιο ερώτημα παραμένει επίκαιρο για τη χώρα μας.

Δύο αφηγήσεις διαγκωνίζονται σήμερα για τη διαμόρφωση της ελληνικής εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής: Η πρώτη –η κρατούσα αφήγηση μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974– διακηρύσσει ότι η Ελλάδα «ανήκει» στην Ευρώπη και γενικότερα στη Δύση. Η δεύτερη διατυμπανίζει την ανάγκη της απόλυτης ανεξαρτησίας του κράτους από εξωτερικούς «προστάτες» και προτάσσει μια ευέλικτη και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική.

Αξίζει εδώ να αξιολογήσουμε και τις δύο αφηγήσεις, αρχίζοντας με τα επιχειρήματα της δεύτερης. Θεωρούν οι υποστηρικτές της –που περιέργως προέρχονται από τα δύο άκρα του πολιτικού μας φάσματος– ότι η Ελλάδα μετά το 1821 καταδυναστεύεται από ξένες δυνάμεις, ενίοτε συγκρουόμενες και άλλοτε διαπλεκόμενες. Προκρίνουν, επομένως, την ανάγκη δημιουργίας μιας Ελλάδας ανεξάρτητης, που θα ανήκει στους Ελληνες, και θα προωθεί τα συμφέροντά της χωρίς την επίβλεψη ή αξιολόγηση κανενός. Δεν υπολογίζουν τους περιορισμούς και τις αλληλεξαρτήσεις που συνεπάγεται η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση και βροντοφωνάζουν ότι έφτασε ο χρόνος να πάρουμε ως Ελληνες την ιδιοκτησία της μοίρας μας. Οι δεξιοί της παρέας ονειρεύονται ένα αριστοκρατικό καθεστώς που προσιδιάζει στην πεφωτισμένη μοναρχία πλατωνικού τύπου και οι αριστεροί προσβλέπουν στην ιδεατή μορφή μιας αταξικής και γνήσια κομμουνιστικής κοινωνίας, όπως την ονειρεύτηκε ο Κάρολος Μαρξ.

Διευκρινίζοντας και διευρύνοντας την παραπάνω λογική, οδηγούμαστε σε μια σειρά από πιο συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής: Αρχίζουν οι περισσότερες με μια διακήρυξη επιστροφής της Ελλάδας στη δραχμή, απαιτούν την αποχώρησή της από τους «αποπνικτικούς θεσμούς» της Δύσης όπως το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ενωση, και από κοινού ταυτίζουν την Ελλάδα με τους μη προνομιούχους του παγκόσμιου Νότου, οι οποίοι ενθαρρύνονται να δράσουν (με κάθε μέσον) για την επιβολή μιας νέας διεθνούς τάξης πραγμάτων. Πιο συγκεκριμένες προτάσεις γίνονται αριστερά και δεξιά του πολιτικού μας φάσματος: Η δεξιά, για παράδειγμα, βλέπει στη Ρωσία (το ξανθό γένος) μια ταύτιση με τον πολιτισμό της ορθοδοξίας, και η αριστερά δεν ξεχνά με τη σειρά της την παράδοση της πρώην υπερδύναμης στις τάξεις του υπαρκτού σοσιαλισμού. Παραλλαγές της πολιτικής απεγκλωβισμού από τη Δύση προτείνονται ένθεν και ένθεν για «άξονες» με την Κίνα, με το Ισραήλ ή/και την Αίγυπτο, με τον Αραβικό κόσμο, καθώς και με τις ανερχόμενες οικονομικές δυνάμεις της Λατινικής Αμερικής. Σε κάθε περίπτωση, αναδεικνύεται η ταύτιση της Ελλάδας με όλους τους αδύναμους και χειραγωγημένους λαούς του κόσμου. Υπάρχουν, βεβαίως, και λίγοι ρομαντικοί που οραματίζονται την Ελλάδα ως παράδειγμα μοναδικής ιδιαιτερότητας, η οποία θα πρέπει –όπως και παλαιότερα– να γίνει παράδειγμα προς μίμηση από τους «καθυστερημένους λαούς» του υπόλοιπου κόσμου. Τέλος, οι διαμαρτυρόμενοι των άκρων συγκλίνουν στην εικόνα μιας Ελλάδας καθηλωμένης και περικυκλωμένης από παραδοσιακούς εχθρούς βορείως και ανατολικά των συνόρων της. Τοποθετούν την Τουρκία, για καθαρά γεωπολιτικούς λόγους, στην κορυφή του πετάλου απειλής που περισφίγγει την Ελλάδα. Τέλος –ιδίως στην ακροδεξιά– είναι έτοιμοι να δικαιολογήσουν τεράστιες αμυντικές δαπάνες που θα καταστήσουν τη χώρα μας ένα απόρθητο φρούριο, με ανάλογες επιπτώσεις στον ρόλο των ενόπλων δυνάμεων για τη διατήρηση της εσωτερικής τάξης (και ό,τι αυτό ανατριχιαστικά συνεπάγεται για το δημοκρατικό μας πολίτευμα).

Ευτυχώς, η κρατούσα αφήγηση παραμένει σταθερά προσανατολισμένη στις στρατηγικές επιλογές που εδραιώθηκαν το 1974, μετά την πτώση της δικτατορίας Παπαδόπουλου/Ιωαννίδη. Συνοψίζονται όλες με μία φράση: «Η Ελλάδα ανήκει στη Δύση». Θεσμικά, η χώρα μας ταξινομείται ως εδραιωμένη κοινοβουλευτική δημοκρατία που τοποθετείται μέσα σε ένα πλέγμα ομόκεντρων κύκλων που περιβάλλεται από την Ευρωζώνη, το σύστημα Σένγκεν, την Ευρωπαϊκή Ενωση, το ΝΑΤΟ και τους ευρύτερους διεθνείς θεσμούς, έχοντας στον εξωτερικό της κύκλο τον ανθεκτικό (από το 1945) Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Κόμματα όπως η Νέα Δημοκρατία, η Δημοκρατική Συμπαράταξη/ΠΑΣΟΚ, το Ποτάμι και η Ενωση Κεντρώων, ανήκουν αδιαμφισβήτητα στον δυτικό προσανατολισμό. Και ο ΣΥΡΙΖΑ, έπειτα από έντονες εσωκομματικές ταλαντώσεις μέχρι τις εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου, προσχώρησε στην ευρωπαϊκή και φιλοαμερικανική επιλογή. Οι Ανεξάρτητοι Ελληνες του κ. Πάνου Καμμένου ακολουθούν μέχρι στιγμής και αυτοί τον δυτικότροπο δρόμο, με έντονες όμως διαφοροποιήσεις σε κοινωνικά θέματα όπως το «σύμφωνο συμβίωσης» και ο διαχωρισμός του κράτους από την ελληνορθόδοξη θρησκεία. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, ενώ παραμένει στο συνταγματικό τόξο, διατηρεί μια ριζικά αντίθετη άποψη σχετικά με ένα πολιτικό και οικονομικό σύστημα αγκυροβολημένο στον καπιταλισμό. Τέλος, η Χρυσή Αυγή, που κατηγορείται για ακραίο ρατσισμό και για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, παραμένει στο καθαρτήριο της πολιτικής και κοινωνικής νομιμότητας.

Ατενίζοντας το μέλλον, θα σταθώ με κάποια επιφύλαξη στην αισιόδοξη πρόβλεψη. Διότι οι τελευταίες εξελίξεις συνηγορούν ξεκάθαρα υπέρ του σεναρίου της επιστροφής της Ελλάδας στη δυτική κανονικότητα: Ο πρώτος γύρος των εκλογών στη Νέα Δημοκρατία δείχνει τη στροφή των μελών της προς μια περισσότερο κεντρώα και λιγότερο συγκρουσιακή κατεύθυνση. Παρομοίως, στο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ –μετά την απομάκρυνση των κ. Λαφαζάνη, Κωνσταντοπούλου, Βαρουφάκη, Λαπαβίτσα και άλλων συντρόφων τους, και μετά την εδραίωση του πρωθυπουργού Τσίπρα και του αντιπροέδρου Δραγασάκη στην ηγεσία του κόμματος– αρχίζει να δημιουργείται ένα κλίμα κομματικής συναίνεσης, με έμφαση στη συνεργασία με άλλα κόμματα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Τέλος, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, η κρίση του προσφυγικού προβλήματος μάλλον λειτουργεί ενοποιητικά. Κορυφαία ένδειξη είναι η πρόσφατη εξέλιξη του Frontex σε μια δύναμη ευρωπαϊκής φύλαξης των ελληνικών συνόρων (χερσαίων και θαλασσίων) απέναντι στην ανήσυχη και αναθεωρητική Τουρκία. Ευχές για μια καλύτερη χρονιά το 2016!

* Ο κ. Θεόδωρος Κουλουμπής είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή