Τέτοιες μέρες πέρυσι ζούσαμε μια ζοφερή περίοδο βαθιάς και πολυδιάστατης αγωνίας. Θυμάμαι ατελείωτες συζητήσεις γύρω από το θέμα της προεδρικής εκλογής και, αφού αυτή τελικά κρίθηκε μέσα σε μια άρρωστη ατμόσφαιρα ενορχηστρωμένων «αποκαλύψεων» περί εξαγορών βουλευτικών ψήφων, τον μεγάλο προβληματισμό που προέκυψε ως προς τις συνέπειες της διαφαινόμενης επικράτησης του ΣΥΡΙΖΑ στις επερχόμενες εκλογές. Προσωπικά, θυμάμαι ιδιαίτερα την ανησυχία που μου είχε προκαλέσει η άρνηση πολλών ανθρώπων να αντιληφθούν τους κινδύνους που παραμόνευαν, είτε από εθελοτυφλία και αφέλεια, είτε γιατί ανόητα είχαν πιστέψει πως «χειρότερα δεν γίνεται». Εβλεπα, με λίγα λόγια, μια ολόκληρη κοινωνία να βαδίζει προς τον όλεθρο δίχως καμία συναίσθηση της πραγματικότητας.
Σε σχέση με πέρυσι, ο φετινός Δεκέμβριος ήταν εντελώς διαφορετικός, και τολμώ να πω πολύ καλύτερος. Δεν ισχυρίζομαι, βέβαια, πως βελτιώθηκε η οικονομική κατάσταση. Προφανώς χειροτέρεψε. Στη θέση της αναμενόμενης ανάπτυξης, η χώρα επέστρεψε στην ύφεση. Δεκάδες επιχειρήσεις έκλεισαν και χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη δουλειά τους. Οι τράπεζες υπέστησαν μια τεράστια καθίζηση, το κόστος της οποίας δεν έχει γίνει ακόμη πλήρως αντιληπτό. Αντί της διαφαινόμενης εξόδου από το μνημόνιο που προσπάθησε να εκβιάσει η κυβέρνηση Σαμαρά, εισπράξαμε ένα νέο και καραμπινάτο μνημόνιο, που έκανε τα μέτρα του μέιλ Χαρδούβελη να φαντάζουν αστεία. Πολιτικά αποκτήσαμε μια κυβέρνηση που έφερε τη χώρα μια ανάσα πριν από την απόλυτη καταστροφή και που, στην καλύτερη περίπτωση, διακρίνεται για τον ερασιτεχνισμό και την ανικανότητά της. Κι ενώ η οικονομική κατάσταση παραμένει επιεικώς προβληματική, πολιτικά αντιμετωπίζουμε ένα ουσιαστικό αδιέξοδο, με μια κυβέρνηση που ναι μεν έκανε τη μεγάλη στροφή, αλλά ούτε πιστεύει σ’ αυτήν, ούτε φαίνεται ικανή να τη διαχειριστεί, και με μια αντιπολίτευση ανίκανη να αρθρώσει μια πειστική εναλλακτική πολιτική πρόταση. Γιατί, λοιπόν, ισχυρίζομαι πως είμαστε καλύτερα φέτος; Βασίζομαι σε τρεις παρατηρήσεις.
Η πρώτη αφορά την άρση μιας βαθιάς αβεβαιότητας. Η έλευση του ΣΥΡΙΖΑ, ενός άπειρου, ανομοιογενούς, ως πρόσφατα περιθωριακού και εντέλει ιδεοληπτικού κόμματος που πάτησε πάνω σε μια πολιτική πλατφόρμα γενικευμένης διαμαρτυρίας και άμετρων υποσχέσεων, ισοδυναμούσε με τη βουτιά στο άγνωστο. Τώρα πια όμως αποκαλύφθηκε τι αξία είχαν οι υποσχέσεις αυτές και ποια ήταν η αλήθεια. Και η πραγματικότητα, όσο δυσάρεστη και να είναι, είναι πάντοτε προτιμότερη από τη σχεδόν απόλυτη αβεβαιότητα.
Η δεύτερη παρατήρησή μου είναι σχετική με αυτό που θα μπορούσε να περιγραφεί ως εθνικό ένστικτο αυτοσυντήρησης. Οταν, στις αρχές του Ιουλίου, τα πράγματα έφθασαν στην κόψη του ξυραφιού, ενεργοποιήθηκε ένα αντιφατικό σύνολο πολιτικών αντανακλαστικών που είχε ως τελικό αποτέλεσμα την αποφυγή μιας ανυπολόγιστης καταστροφής. Δεν πρόκειται για κάτι το αυτονόητο. Σε πολλές περιπτώσεις διεθνώς, πολιτικές ηγεσίες κρατών που βρέθηκαν αντιμέτωπα με μεγάλα υπαρξιακά διλήμματα επέλεξαν τη χειρότερη λύση οδηγώντας τους λαούς τους στην άβυσσο. Η χώρα μας εύκολα θα μπορούσε να είχε πάρει τη λάθος στροφή τον Ιούλιο. Το ότι δεν την πήρε, γεγονός που οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, συγκαταλέγεται στα μεγάλα μας συν. Μολονότι αγνοούμε ακόμη αν η στροφή αυτή θα θέσει τελικά τη χώρα στην τροχιά της αναδημιουργίας, θεωρώ όμως πως δεν είναι απίθανο, όταν μελλοντικά σκύψουμε πάνω στη χρονιά που μας πέρασε, να εντάξουμε την απόφαση αυτή στις μεγάλες καμπές της Ιστορίας μας.
Τρίτη παρατήρηση: δύσκολα μπορεί να υποτιμηθεί η πολιτική σημασία της αποκάλυψης του τι πραγματικά ήταν η ελληνική αριστερά. Και αυτό, γιατί οι μεγάλες και γνωστές παθογένειες της Μεταπολίτευσης μπορεί μεν να μοχλεύθηκαν από τις πρακτικές αρχικά του ΠΑΣΟΚ και αργότερα της Ν.Δ., αλλά κατέστησαν δυνατές χάρη στην κυριαρχία των συμβόλων και των μύθων της αριστεράς. Από την εξόφθαλμη διαστρέβλωση της ιστορίας της δεκαετίας του ‘40 ώς την ιδεολογική χρήση της φοιτητικής εξέγερσης του Πολυτεχνείου, η αριστερά επεδίωξε και πέτυχε με συστηματικό τρόπο την κυριαρχία του ρομαντικού αφηγήματος μιας δήθεν άμεμπτης και αγνής πολιτικής παράταξης που πεισματικά κρατούσε στα χέρια της το κλειδί της αλήθειας και του καλού. Για μια σειρά λόγους που έχουν να κάνουν με την ιδιότυπη φύση του ΠΑΣΟΚ, η μεγάλη στροφή του κόμματος αυτού προς τον λεγόμενο εκσυγχρονισμό στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 δεν λειτούργησε ως η αναγκαία απογύμνωση του αριστερού αφηγήματος, με αποτέλεσμα όταν εξερράγη η κρίση να αντικατασταθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το 2015 υπήρξε η χρονιά που έπεσαν οι μάσκες και αποδείχθηκε πανηγυρικά πως το αφήγημα αυτό δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα φύλο συκής που επέτρεψε σε μια ομάδα πολιτικών να χρησιμοποιήσουν την κρίση για να αδράξουν την εξουσία με πραγματικό στόχο τη νομή των αγαθών της. Δίχως να θέλω να υποτιμήσω ούτε την επιστημονικά τεκμηριωμένη ικανότητα των ανθρώπων να κοροϊδεύουν μόνιμα και σταθερά τους ίδιους τους τους εαυτούς, διατηρώντας την πίστη τους σε απαξιωμένους μύθους (είναι κλασική η περίπτωση των χιλιαστών), ούτε το γεγονός πως η απομάγευση θέλει χρόνο, θεωρώ πως η διάτρηση της αριστερής φούσκας είναι ίσως η μεγαλύτερη προσφορά της δύσκολης αυτής χρονιάς στο μέλλον της χώρας.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.