Είναι η αναλογική ο χειρότερος νόμος;

Είναι η αναλογική ο χειρότερος νόμος;

3' 47" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​​Το εκλογικό σύστημα που εκτιμώ ιδιαίτερα είναι το πλειοψηφικό δύο γύρων σε μονοεδρικές περιφέρειες, γνωστό σε κάποιους και ως «γαλλικό σύστημα» επειδή κατά κόρον εφαρμόστηκε στη Γαλλία κατά την Πέμπτη Δημοκρατία. Για να γίνει χονδρικά κατανοητό, η χώρα διαιρείται σε μονοεδρικές περιφέρειες, καθεμία από τις οποίες για να κερδηθεί, πρέπει να λάβει ο υποψήφιος το 50% των εγκύρων ψήφων της περιφέρειας κατά τη διάρκεια του πρώτου ή του δεύτερου γύρου.

Το σύστημα αυτό είναι καταρχήν απλό και κατανοητό στον ψηφοφόρο (η απλότητα είναι βασικός παράγοντας για την κινητοποίηση του ψηφοφόρου). Επιπλέον, λόγω του μικρού μεγέθους της περιφέρειας, η προεκλογική καμπάνια δεν είναι δαπανηρή και οι ψηφοφόροι μπορούν εύκολα να διακρίνουν τα χαρακτηριστικά της κάθε υποψηφιότητας. Ακριβώς αυτό ωθεί τα κόμματα να αναζητούν κατά βάση τους καλύτερους δυνατούς υποψηφίους.

Χάρη στη λογική των δύο γύρων, τα κόμματα υποχρεώνονται να αναζητήσουν εκ των προτέρων συμμαχίες και έτσι ο ψηφοφόρος γνωρίζει πώς αυτά θα συμπεριφερθούν στον δεύτερο γύρο. Από τη διαδικασία, ευνοούνται οι υποψήφιοι που μπορούν να συνάψουν συμμαχίες και άρα είναι ευρύτερα, πέραν δηλαδή της στενής κομματικής τους βάσης, αποδεκτοί. Μπορούμε να βρούμε αναλογίες με τις δημοτικές εκλογές στη χώρα μας, όπου για να εκλεγεί κανείς δήμαρχος πρέπει να διαθέτει ευρύτερη αποδοχή στην τοπική κοινωνία, γεγονός εξαιρετικά θετικό.

Αυτό, επίσης, έχει ως θετικό επακόλουθο τον αποκλεισμό των ακραίων κομμάτων από το Κοινοβούλιο εφόσον είναι δύσκολο αν όχι αδύνατο ένας εξτρεμιστής υποψήφιος να ψηφιστεί από την απόλυτη πλειοψηφία των ψηφοφόρων της εκλογικής του περιφέρειας. Στη δική μας περίπτωση, θα σήμαινε πως η Χρυσή Αυγή θα ήταν μάλλον απίθανο να εκλέξει έστω και ένα βουλευτή, ενώ και άλλοι γραφικοί ή «προβληματικοί» υποψήφιοι θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να τα καταφέρουν.

Γνωρίζω τις αδυναμίες του εκλογικού αυτού συστήματος: από τον μεγάλο χρόνο της καμπάνιας (λόγω των δύο γύρων) μέχρι το διαρκές αλισβερίσι των κομμάτων για την κάθε έδρα. Μερικές φορές μάλιστα, αυτό το αλισβερίσι οδηγεί σε περίεργα αποτελέσματα στο σύνολο της επικράτειας, καθώς ένα κόμμα μπορεί με λιγότερες ψήφους από ένα άλλο να έχει περισσότερες έδρες. Ομως κανένα σύστημα δεν είναι χωρίς αδυναμίες.

Ως εκ τούτου, στη συζήτηση που πρόσφατα ξεκίνησε ενόψει της αλλαγής του εκλογικού συστήματος δεν θα μπορούσα να θεωρηθώ θιασώτης των αναλογικών συστημάτων ιδιαίτερα αυτού που στην Ελλάδα συνηθίζουμε να ονομάζουμε «απλή αναλογική». Κι όμως, ελπίζοντας να μην παρεξηγηθώ, νομίζω πως για τη χώρα μας, σε αυτή τη χρονική στιγμή τουλάχιστον, ένα αναλογικό σύστημα (όχι η καθαρή του μορφή, που νομίζω πως προσκρούει και σε συνταγματικά ζητήματα) δεν θα ήταν καταστροφικό.

Βλέπω αμέσως τα αντεπιχειρήματα. Η αναλογική συμβάλλει στον κατακερματισμό του πολιτικού συστήματος, την ενίσχυση ακραίων ή γραφικών κομμάτων, την έλλειψη σταθερών κυβερνήσεων και εντέλει την ακυβερνησία και τη ρευστότητα. Επιπλέον, η αναλογική μπορεί να μετατρέψει τη διαδικασία συγκρότησης της κυβέρνησης σε ατελείωτο παζάρι μεταξύ κομμάτων χωρίς κοινά στοιχεία στα πολιτικά τους προγράμματα απλώς επειδή οι αριθμοί το επιβάλλουν.

Δεν αντιλέγω. Ομως ας σκεφτούμε λίγο: ο σταθερός δικομματισμός των προηγούμενων ετών, απόρροια και του εκλογικού συστήματος (όχι όμως μόνο αυτού), απέτρεψε τις θεσμικές κρίσεις και την έξαρση του λαϊκισμού και των ακραίων αντιλήψεων; Η απάντηση είναι αρνητική. Μήπως συνέβαλε στη διαμόρφωση μιας κουλτούρας ευθύνης και ορθολογικής αντιμετώπισης των προβλημάτων; Και πάλι όχι. Με θάρρος και υπευθυνότητα ο νέος πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, Κυρ. Μητσοτάκης, παραδέχτηκε μόλις σήμερα, δηλαδή δεκαπέντε χρόνια αργότερα, πως ήταν σφάλμα που η μεταρρύθμιση Γιαννίτση δεν είχε στηριχτεί από το κόμμα του. Η λίστα τέτοιων σφαλμάτων είναι δυστυχώς μεγάλη, απόδειξη πως ο πολωμένος δικομματισμός της μεταπολίτευσης διόλου δεν συνέβαλε στην ανάπτυξη της ποιότητας της διακυβέρνησης.

Εν ολίγοις, με όλα της τα προβλήματα η αναλογική μπορεί να πετύχει κάτι που είναι εξαιρετικά αναγκαίο στις μέρες μας: να υποχρεώσει τα κόμματα να συνεργαστούν για να κυβερνήσουν και να μάθουν να ζουν σε συνθήκες μη δικομματικής πόλωσης, όπου κανένας δεν κατέχει την απόλυτη αλήθεια. Σε ένα πολιτικό τοπίο σαν το σημερινό και αφού δεν μπόρεσε να αποτραπεί η ανάδειξη ανεύθυνων, γραφικών και ακραίων κομμάτων ας επιχειρηθεί τουλάχιστον να γίνει η διαχείριση της κατάστασης μέσα σε όσο το δυνατόν λιγότερο πολωμένες συνθήκες, κάτι προς το οποίο μπορεί να συμβάλει η υιοθέτηση ενός αναλογικού συστήματος.

Αν βέβαια μείνουμε μόνο στον εκλογικό νόμο και δεν γίνουν άλλες αλλαγές, όπως για παράδειγμα, η υιοθέτηση θεσμών συμμετοχικής δημοκρατίας, ο διαχωρισμός της εκτελεστικής από τη νομοθετική εξουσία και η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, ας είμαστε προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουμε τις παθογένειες ενός τέτοιου συστήματος: την κομματοκρατία, τον κυνισμό και την ατολμία. Οχι πάντως ότι και αυτά δεν τα είχαμε σε άφθονες ποσότητες στην προηγούμενη φάση.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή