Το βέτο και πώς χρησιμοποιείται

Το βέτο και πώς χρησιμοποιείται

5' 4" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​​Πρέπει να ομολογήσουμε ότι υπάρχει ένα θέμα, που συνεχώς επιδεινώνεται, για το οποίο η ευθύνη δεν είναι αποκλειστικά της ανεκδιήγητης κυβέρνησης ΣυριζΑνέλ. Η επιδείνωση είχε αρχίσει μερικές δεκαετίες πριν.

Μιλάμε για την κακοποίηση της ελληνικής γλώσσας, ιδιαίτερα από τη στιγμή που ορδές ημιαναλφάβητων και τυχάρπαστων προσώπων κατέκλυσαν τον χώρο της επικοινωνίας χάρη στην ύπαρξη και τη διάδοση των ιδιωτικών μορφών ραδιοφωνίας και τηλεόρασης.

Για να γίνει γρήγορα και εύκολα αντιληπτό τι εννοούμε, θα σας καλέσουμε να παρακολουθήσετε την εισαγωγή και παγίωση δύο όρων λατινογενούς προέλευσης «κόντρα» και «ατάκα». Η κόντρα κατήργησε και αντικατέστησε δεκάδες αποχρώσεις, που μπορούσαν να αποδώσουν άλλες σχεδόν συνώνυμες λέξεις όπως φιλονικία, διαφωνία, αντιπαράθεση, διαφορά κτλ. Η ατάκα τώρα, σε ένα ακόμη πιο πρωτόγονο επίπεδο ημιμάθειας, αντικατέστησε όρους που τεχνικά και ουσιαστικά απέδιδαν άλλες προθέσεις όπως δήλωση, ανάλυση, απάντηση κ.ο.κ. Μία ημέρα, που συνόδευα ένα από τα πιο αξιοσέβαστα πρόσωπα αυτής της χώρας στην έξοδο του υπουργείου Πολιτισμού, τον μακαρίτη καθηγητή και ακαδημαϊκό Κώστα Δεσποτόπουλο, όρμησε με την κάμερα εν λειτουργία ένα λικνιζόμενο πορνίδιο και ερώτησε τον σεβαστό γέροντα: «Γιατί ήρθατε εδώ κύριέ μου» (προφανώς αγνοούσε το όνομά του) «Υπάρχει κάποια κόντρα με τον υπουργό;» και όταν είδε ότι το κλίμα δεν ήταν καλό, συνέχισε προς τον Δεσποτόπουλο «πέστε μας κάποια ατάκα».

Αυτά, όπως όλα τα φαινόμενα κακοποίησης της γλώσσας που κράτησε όρθιο το έθνος επί αιώνες, απλώς θα επιδεινωθούν από την παρουσία στα ύπατα αξιώματα χυδαίων ατόμων, που υπηρετούν μια ολοκληρωτική ιδεολογία. Υπάρχουν όμως και όροι, των οποίων η λανθασμένη χρήση μπορεί να οδηγήσει σε γενικότερες και ουσιαστικά βλαβερές παρεξηγήσεις. Ενας τέτοιος είναι και ο όρος veto. Αυτολεξεί, στα λατινικά από τα οποία προέρχεται, η λέξη σημαίνει απαγορεύω.

Τι σημαίνει όμως στην πρακτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης; Για να καταλάβουμε τις κοινοτικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων θα πρέπει να αναφέρουμε τις τέσσερις δυνατές καταστάσεις που μπορεί να βρεθεί μια χώρα-μέλος:

1. Οι περισσότερες αποφάσεις λαμβάνονται ομόφωνα μετά από μακρά και επίπονη αναζήτηση συμβιβαστικής λύσης που να ικανοποιεί όλους τους ενδιαφερόμενους.

2. Για τις αποφάσεις που λαμβάνονται με πλειοψηφία είναι δυνατόν τα συμφέροντά σου να σε τοποθετούν στην πλειοψηφία ή στη μειοψηφία και τα αποτελέσματα είναι ανάλογα.

3. Αν τώρα βρίσκεσαι στη μειοψηφία, έχει σημασία αν υπάρχει αναστέλλουσα μειοψηφία ή όχι. Μόνο αν υπάρχει αναστέλλουσα μειοψηφία που καθορίζεται από έναν αριθμό χωρών, συνήθως και από έναν αριθμό ψήφων, έχεις τη δυνατότητα να αποφύγεις τη δυσμενή για τα συμφέροντά σου απόφαση.

4. Αν βρεθείς μόνος στο περιθώριο των ρευμάτων που διατρέχουν την κοινότητα εκείνη τη στιγμή ή έχεις ζωτικό εθνικό συμφέρον να μη δεχθείς μια απόφαση, τότε ασκείς το δικαίωμα της αρνησικυρίας, δεν δέχεσαι δηλαδή τη διεξαγωγή ψηφοφορίας, απειλείς με αποχώρηση και βάζεις την κοινότητα σε κρίση.

Επειδή στη ζωή πεθαίνει κανείς μία φορά, συνήθως καταστάσεις σαν και αυτήν που περιγράψαμε, αποφεύγονται με την επιδίωξη κάποιας τροποποίησης ή κάποιου ανταποδοτικού συστήματος. Η Ελλάδα όταν είχε πρωθυπουργό τον Ανδρέα Παπανδρέου και υπουργό Ευρωπαϊκών Υποθέσεων τον γράφοντα είχε διακριθεί για ορισμένες από τις πιο σημαντικές υποθέσεις «Βέτο». Ενα απ’ αυτά ήταν το αίτημα για χρηματοδότηση του εκσυγχρονισμού της ελληνικής αγροτικής παραγωγής με 3,5 δισ. ευρωπαϊκές λογιστικές μονάδες (ecu, περίπου ισοδύναμο του σημερινού ευρώ). Η Ελλάδα τελικά χρηματοδοτήθηκε με 2,5 δισ. ecu, αφού για ένα τετράμηνο περίπου είχε παγώσει τις διαπραγματεύσεις για τη διεύρυνση προς την Ισπανία και την Πορτογαλία (Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα).

Η άλλη περίπτωση ήταν το πάγωμα της τελωνειακής ένωσης της Τουρκίας με την ΕΟΚ για να προωθηθεί σε κοινοτικά πλαίσια η σύνδεση και μετέπειτα συμμετοχή της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση χωρίς να έχει λυθεί το πολιτικό πρόβλημα της τουρκικής εισβολής και στρατιωτικής κατοχής τμήματος του νησιού. Το ζήτημα ετέθη το 1986 με τη βοήθεια του Χανς Ντίτριχ Γκένσερ, υπουργού Εξωτερικών της τότε Ομοσπονδιακής Γερμανίας και παρέλυσε οποιαδήποτε σχέση Τουρκίας και Ευρώπης μέχρι το 2000, όταν με πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη και αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών τον μακαρίτη Γιάννο Κρανιδιώτη, επιτεύχθηκε ο στόχος που αρχικά είχαμε θέσει. Ζητήματα για να πουλήσει ο κ. Τσίπρας τσαμπουκά υπάρχουν πολλά. Το ερώτημα είναι αν μπορεί κάποιος να είναι τσαμπουκαλής και χρεοκοπημένος υπερήμερος δανειολήπτης. Αν μπορεί να κινείται στα όρια της ανοχής των εταίρων και ταυτόχρονα να τους ικετεύει να τον ελεήσουν. Τέλος, αν μπορεί να έχει πολλαπλά και αλληλεπικαλυπτόμενα ζητήματα εθνικής ιδιομορφίας. Χωρίς καμιά πρόθεση να χαλάσουμε την ατμόσφαιρα, και δανειοδοτικό και χρέος και καθυστέρηση στις μεταρρυθμίσεις και προσφυγικό και υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο και Κυπριακό και ονομασίας των φυρομιτών και έντασης με την Αλβανία, και σταματώ εδώ γιατί όσο σκέφτομαι παραπάνω με πιάνει απελπισία.

Ακούμε ότι ο κ. Τσίπρας, αν τον παρατσαντίσουν, θα προβάλει βέτο. Το κοινοτικό βέτο όμως δεν είναι τσαχπινιά ούτε επίδειξη κακής διάθεσης. Και αν αυτό προτίθεται να κάνει ο πρωθυπουργός της κατακαημένης πατρίδας μας, ουδείς θα τον προσέξει όσο νοστιμούλης κι αν είναι. Βέτο βάζεις σε συγκεκριμένη απόφαση που προτείνει συγκεκριμένη πολιτική. Αν παζαρεύεις, τότε ορατό πρέπει να είναι και το αντάλλαγμα.

Προβάλλεις δηλαδή βέτο σε συγκεκριμένη απόφαση επιδιώκοντας την υιοθέτηση άλλης, σχετικής ή άσχετης ως προς το θέμα, απόφασης, η οποία να καλύπτει συγκεκριμένο επιδιωκόμενο συμφέρον της χώρας σου.

Αλλιώς τα βέτο συνιστούν απλές «ατάκες» επικοινωνιακού χαρακτήρα και η σχετική «κόντρα» δεν λαμβάνεται από κανέναν στα σοβαρά.

Μοναδική περίπτωση που ερεθίζει τη φαντασία μας –ίσως να υπάρχουν και άλλες ιδέες τις οποίες όμως μέχρι στιγμής κανένα κυβερνοστόμα δεν τις είπε ακόμα– είναι η περίπτωση του Brexit. Ο Κάμερον ξέρει ότι όσο ενοχλητική και αν είναι για την Ευρώπη η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, θα είναι καταστροφική για το ίδιο. Πέραν της οικονομικής ζημίας που θα υποστούν θα δουν, κατά πάσα πιθανότητα, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και την αποχώρηση της Σκωτίας. Είχε, λοιπόν, ανάγκη από μια κοινοτική απόφαση με μια σειρά αντιπαθητικές για την Ευρώπη λύσεις, που να ικανοποιούν τον βρετανικό εγωισμό και να αποτελούν ισάριθμα επιχειρήματα, για να αποφύγει ο συντηρητικός πρωθυπουργός την ήττα και την ταπείνωση μιας βρετανικής αποχώρησης από την Ευρώπη. Εκεί μπορούσε ο κ. Τσίπρας να ζητήσει για να συμφωνήσει στην κοινή θέση για το Brexit σημαντικά ανταλλάγματα σε δύο ή τρία θέματα που αφορούν την Ελλάδα. Δεν το έκανε, γιατί δεν είχε το θάρρος που χρειαζόταν μια τέτοια πολιτική. Θα έλεγα σχεδόν καλύτερα. Δεν γίνεσαι Ανδρέας Παπανδρέου πιθηκίζοντας τον τόνο της φωνής του.

* Ο κ. Θεόδωρος Πάγκαλος είναι πρώην υπουργός.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή