Ο πληθυντικός αριθμός του ονόματος Ελλάδα

Ο πληθυντικός αριθμός του ονόματος Ελλάδα

4' 50" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ​​Ελλάδα που είμαστε, η Ελλάδα που θέλουμε να είμαστε, η Ελλάδα που οφείλουμε να είμαστε. Το όλον, τρεις Ελλάδες. Πλην όχι. Δεν είναι τρεις. Είναι πολύ πoλύ περισσότερες, περίπου όσοι και οι κάτοικοι της χώρας. Αλλωστε, με όρους κοινωνικούς και πολιτικούς, όχι του συντακτικού, το πρωτοπρόσωπο πληθυντικό «εμείς» είναι αταίριαστο εδώ, συγκαλυπτικό. Γιατί όπως δεν είμαστε όλοι μας Ελληνες με τον ίδιο τρόπο, το ίδιο ήθος, έτσι ακριβώς δεν είμαστε κύτταρα της Ελλάδας με την ίδια αξία, την ίδια ευθύνη και τα ίδια οφέλη. Δεν αποδίδουμε όλοι το ίδιο νόημα στον όρο ελληνικότητα. Και δεν μας εξομοιώνει πλήρως ούτε μας εξισώνει το γεγονός ότι ζούμε στην ίδια περιοχή του πλανήτη. Ιδού άλλωστε, αμέσως αμέσως, ένας βαθύς χωρισμός: Από τη μια όσοι πιστεύουν πως Ελληνας γεννιέσαι και από την άλλη όσοι εκτιμούν πως Ελληνας –«ή ό,τι άλλο», για να μνημονεύσουμε τον Διονύσιο Σολωμό και το «o altra cosa» του– γίνεσαι. Από τη μια όσοι είναι σίγουροι πως είμαστε μονάδες περιούσιου λαού και από την άλλη όσοι αδιαφορούν για οποιαδήποτε θεόδοτη ή γονιδιακή υπεροχή και εκτιμούν ότι το αριστοτελικό «κατά συμβεβηκός» παίζει τεράστιο ρόλο ως προς τη συνείδηση που θα διαμορφώσει κανείς ωριμάζοντας.

Οι πολλές Ελλάδες, ακριβώς όπως οι Ελληνές τους, δεν συμφωνούν, δεν συγκλίνουν, δεν ομονοούν – γι’ αυτό και συνθήματα του τύπου «Η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες» ή αφορισμοί του είδους «Οταν οι Ελληνες είναι ενωμένοι δεν τους τρομάζει τίποτε» ούτε την κοινωνιολογία συνυπολογίζουν κατά τη διατύπωσή τους (Ελληνες είναι και οι πεντακοσιομέδιμνοι και οι δραχμοσυντήρητοι, δεν είναι εντούτοις ομοίως Ελληνες) ούτε την ιστορία. Ενωμένοι; Οι Ελληνες; Ούτε στις κορυφαίες στιγμές της ιστορίας του τόπου δεν υπήρξε πλήρης, αράγιστη ενότητα. Ούτε επί Κατοχής και Αντίστασης, ούτε το 1821, ούτε καν, για να πάμε πολύ πίσω, στους Περσικούς πολέμους, με τους τόσους μηδίσαντες. Και στη μυθολογία μας ακόμα, λαμπρά εικονισμένη από τον Ομηρο στην «Ιλιάδα», η ενδοελληνική έρις είναι η αφορμή και το θέμα της ποίησης, παρότι η λέξη Ελληνες αναφέρεται μόνο μία φορά στο έπος, στη δεύτερη ραψωδία, κι αυτό για να πληροφορηθούμε πως οι Μυρμιδόνες του Αχιλλέα αποκαλούνταν και Ελληνες.

Καταρχάς, λοιπόν, υπάρχουν οι κομματικές Ελλάδες, εκείνες που ονειρεύονται και σχεδιάζουν οι κομματικοί οργανισμοί. Αυτό βέβαια αν κάνουμε την ευγενική παραχώρηση να δεχτούμε ότι τα κόμματά μας έχουν αγαθές σχέσεις με τον σχεδιασμό και τον προγραμματισμό. Οτι δηλαδή οι πράξεις και οι δηλώσεις τους υπαγορεύονται από επίπονες σκέψεις και συσκέψεις. Και δεν προκύπτουν οι μεν πράξεις τους βάσει της αντανακλαστικής μεθόδου (με την έννοια που έχει το αντανακλαστικό στην περιοχή της βιολογίας, όπου σημαίνει την αυτόματη και ακούσια αντίδραση του οργανισμού σε κάποιο εξωτερικό ερέθισμα, δίχως τη μεσολάβηση διανοητικής επεξεργασίας), οι δε δηλώσεις τους βάσει της φωτοτυπικής μεθόδου: Παίρνεις μια παλιά ανακοίνωση υψηλότατου τόνου και με πολλά γράδα στόμφου και αλλάζεις την ημερομηνία κι ένα-δυο από τη σωρεία των καταγγελτικών επιθέτων και επιρρημάτων, τα οποία έχουν χάσει κάθε χυμό από την κατάχρηση που υφίστανται.

Και ύστερα είναι οι Ελλάδες που σχηματίζονται από μυριάδες μυριάδων «εγώ», το καθένα με τις ευαισθησίες του, τις κλίσεις, τις προκαταλήψεις, τον κώδικα αξιών ή συμφερόντων, την οξύνοιά του. Ελάχιστα κοινά έχουν μεταξύ τους όλες αυτές οι κατά φαντασίαν επικράτειες, ουτοπίες που ποτέ δεν θα βρουν τη θέση τους πάνω στον χάρτη της ιστορίας, της πραγματικότητας. Κι αυτό επειδή διαβάζουμε διαφορετικά το κείμενο-Ελλάδα, και προκρίνουμε διαφορετικές διορθωτικές παρεμβάσεις. Αλλοι πιστεύουν ότι απαιτείται ριζικός ανασχηματισμός και άλλοι αρκούνται σε μερεμέτια και φτιασιδώματα. Oρισμένοι εμφανίζονται βέβαιοι ότι το όνομα Ελλάδα μάς πέφτει λίγο, και ονειρεύονται αυτοκρατορίες που θα αθροίζουν τη μεγαλεξανδρινή και τη Βυζαντινή. Και άλλοι ότι ο «τίτλος» Ελλάδα δεν της αξίζει της χώρας ως έχει, γι’ αυτό και τον υποκορίζουν ειρωνικά (Ελλαδίτσα, Ελλαδούλα κ.ο.κ.) ή τον εξασιατίζουν ημιρατσιστικά (Ελλαδιστάν).

Οι διαφωνίες μας για το παρόν ανάγνωσμα-Ελλάδα και το πιθανό ανασυνταγμένο μέλλον του έχουν τη ρίζα τους στη βαθιά ασυμφωνία μας για το παρελθόν, κοντινό, απώτερο και απώτατο. Αν βλέπουμε μόνο αίγλη στις πίσω μας σελίδες, και πουθενά σκοτεινά σημεία, λογικό είναι να μην μπορούμε να μείνουμε ικανοποιημένοι με τίποτε λιγότερο από μια Ελλάδα που προώρισται να ζήσει μασώντας τις δάφνες που θα ακουμπούν στον θρόνο της, εις τους αιώνας των αιώνων, οι υπόλοιποι λαοί, ταπεινής καταγωγής αυτοί και ετερόφωτοι… Κι αν πάλι νιώθουμε ότι το πελώριο εγώ μας δεν μπορεί να αναδειχθεί σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια εδώ, σ’ αυτήν τη μίζερη γωνίτσα των Βαλκανίων, τότε κηρύττουμε ανυπόληπτη την παρούσα Ελλάδα, τη μόνη ωστόσο που έχουμε (τη μόνη που μπορούμε ν’ αλλάξουμε δηλαδή), και καταγγέλλουμε την κακούργα μοίρα που δεν έδωσε να γεννηθούμε σε άλλους τόπους, αυθεντικά ευρωπαϊκούς και όχι ανατολίτικα…

Η θεότητα της Υπερβολής δεν έμεινε ποτέ χωρίς πιστούς σ’ αυτά τα μέρη, πολλούς πιστούς – ίσως γι’ αυτό είναι τόσο πολλά, και παμπάλαια, τα «ρητά» που μας προειδοποιούν για τις παρενέργειες μιας τέτοιας λατρείας. Μόνο έτσι, σαν σπονδή προς την Υπερβολή, μπορώ να δω έναν αφορισμό του Μίκη Θεοδωράκη, απόσπασμα από συνέντευξή του στο «Βήμα FM». Κατά λέξη: «Κανείς δεν αγάπησε την Ελλάδα όσο εγώ.

Οσοι πόνεσαν και αγάπησαν την Ελλάδα είναι νεκροί». Για το πρώτο σκέλος («Κανείς δεν αγάπησε την Ελλάδα όσο εγώ») δεν έχω πολλά να πω, μόνο να επαναλάβω εκείνο το του Παύλου, στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή: «Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί το εαυτής». Στην (οπωσδήποτε αναγκαία) μετάφραση της Βιβλικής Εταιρίας:

«Εκείνος που αγαπάει έχει μακροθυμία, έχει και καλοσύνη· εκείνος που αγαπάει δε ζηλοφθονεί· εκείνος που αγαπάει δεν κομπάζει ούτε περηφανεύεται· είναι ευπρεπής, δεν είναι εγωιστής». Υπερβολές… Υπερβολές;

Ούτε και για το δεύτερο, υπέρμετρα άδικο σκέλος του δόγματος του Μίκη Θεοδωράκη έχω πολλά να πω. Αν όμως πράγματι «είναι νεκροί όσοι πόνεσαν και αγάπησαν την Ελλάδα», μαζί τους κι όσοι περιέθαλψαν τον ίδιο με την ανιδιοτελή αγάπη τους σε χρόνια βαριά· αν έχουν απομείνει μόνο φιλοτομαριστές και συμφεροντολάγνοι για να πατούν τούτα τα χώματα, τότε νεκρή είναι και η Ελλάδα. Και, διάβολε, δεν είναι.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή