Γιατί νέο Σύνταγμα; Και πώς;

Γιατί νέο Σύνταγμα; Και πώς;

3' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Γιατί νέο Σύνταγμα; Τρία επιχειρήματα έχουν κυρίως διατυπωθεί κατά της πρότασης για νέο Σύνταγμα:

1. Αλλα είναι τα σημαντικότερα προβλήματα της χώρας.

2. Την κρίση δεν τη δημιούργησε το Σύνταγμα, αλλά η μη ορθή εφαρμογή του.

3. Ακόμη και εάν θα έπρεπε να έχουμε νέο Σύνταγμα, η συγκυρία δεν το επιτρέπει.

Θεωρώ και τα τρία αυτά επιχειρήματα αβάσιμα. Ως προς το πρώτο: Οσοι θεωρούν ότι η οικονομική δυσπραγία και η ανεργία είναι σήμερα τα σημαντικότερα προβλήματα των Ελλήνων πολιτών έχουν δίκιο. Δίκιο είχε και ο Μπέρτραντ Ράσελ όταν έλεγε ότι όταν έχεις να διαλέξεις ανάμεσα σε ένα καρβέλι ψωμί και τη Δημοκρατία, ο μόνος παράγοντας που θα καθορίσει την απόφασή σου είναι ο βαθμός της πείνας σου. Εάν επομένως η κυβέρνηση αδιαφορούσε για τα προβλήματα της καθημερινότητας του μέσου ανθρώπου και άφηνε την οικονομία στην τύχη της προκειμένου να καταπιαστεί με το Σύνταγμα, τότε θα ήταν άξια της πιο σκληρής κριτικής. Δεν πρόκειται γι’ αυτό όμως: τέλειωσε η περίοδος πολιτικής αβεβαιότητας με το επιτυχές πέρας της αξιολόγησης, ο αναπτυξιακός νόμος ήδη ψηφίστηκε και ο μεγάλος αγώνας για τη δίκαιη ανάπτυξη και ένα νέο παραγωγικό μοντέλο έχει ξεκινήσει. Και η ανάταξη όμως του πολιτικού συστήματος είναι εξίσου αναγκαίος στόχος και όχι μόνον για λόγους δημοκρατίας: οι θεσμοί δεν ήταν άμοιροι ούτε για την ένταση της κρίσης ούτε για την αδυναμία να ξεφύγουμε έγκαιρα από αυτήν.

Και έτσι ερχόμαστε στο δεύτερο επιχείρημα. Είναι αλήθεια ότι την κρίση δεν την έφερε το Σύνταγμα και μάλιστα το ίδιο ήταν θύμα της, μια που πολλές διατάξεις του καταπατήθηκαν ή δοκιμάστηκαν τη μνημονιακή περίοδο. Δεν παρείχε όμως τα θεσμικά όπλα για την αντιμετώπισή της. Δεν έδινε δυνατότητα στον λαό να αμφισβητήσει με θεσμούς λαϊκής πρωτοβουλίας τις κρίσιμες αποφάσεις, δεν είχε εξοπλίσει τα κοινωνικά δικαιώματα με κανονιστική πυκνότητα επαρκή για να τα προστατεύσει. Κυρίως όμως χρειαζόμαστε νέο Σύνταγμα γιατί το πολιτικό σύστημα που προέκυψε από το Σύνταγμα του 1975 κατέρρευσε με πάταγο, όχι μόνον στην κομματική του έκφραση αλλά και στις άλλες διαστάσεις του. Είναι αναγκαία λοιπόν η αλλαγή σελίδας, η συνολική επανεκκίνηση της πολιτείας για να ξεπεραστεί η γενικευμένη απονομιμοποίησή της.

Το τελευταίο επιχείρημα ακούγεται κυρίως στο εσωτερικό της αριστεράς. Υπάρχει τώρα συσχετισμός για να γίνουν προοδευτικές αλλαγές; Μήπως το επιχείρημα καταλήξει στη συνταγματοποίηση του νεοφιλελευθερισμού; Μα, ακριβώς περί του αντιθέτου πρόκειται. Αφενός σήμερα δεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε τον επελαύνοντα νεοφιλελευθερισμό της δεκαετίας του 1980 αλλά ένα σύστημα κυρίαρχο μεν ακόμη αλλά σε γενικευμένη αμφισβήτηση. Αφετέρου, αν δεν είναι η συγκυρία ώριμη και ευνοϊκή στην Ελλάδα σήμερα, με αριστερή κυβέρνηση και αριστερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, πότε θα είναι;

Τι είδους Σύνταγμα; Και πώς; Το νέο Σύνταγμα δεν θα προκύψει μόνον από συναινέσεις αλλά και από ρήξεις. Υπάρχει ήδη σημαντικός βαθμός συναίνεσης για την κατάργηση της ειδικής ποινικής μεταχείρισης του πολιτικού προσωπικού. Νέες προτάσεις, όπως η «εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας», που αντιμετωπίζουν τη νέα πολιτική γεωγραφία, ιδίως τη δυσκολία σχηματισμού μονοκομματικών αυτοδύναμων κυβερνήσεων, μπορεί επίσης συναινετικά να υιοθετηθούν. Ακόμη και ως προς το θέμα ταμπού της πρώτης εικοσαετίας της μεταπολίτευσης, τις αρμοδιότητες του Προέδρου, θα μπορούσαν να υπάρξουν ευρύτερες συναινέσεις. Ενας ισχυρός Πρόεδρος, βεβαίως, θα πρέπει όχι μόνον να εκλέγεται άμεσα από τον λαό αλλά να είναι και ανακλητός από αυτόν.

Δεν είναι όμως ούτε δυνατό ούτε επιθυμητό όλα τα θέματα της αναθεώρησης να λυθούν συναινετικά, ιδίως αν ένας από τους βασικούς της στόχους είναι η υπέρβαση του παλαιού πολιτικού συστήματος. Υπάρχουν συνταγματικές στιγμές κατά τις οποίες ο λαός πρέπει να επιλέξει ανάμεσα σε ανταγωνιστικές επιλογές, οι οποίες καθορίζουν διαφορετικά είδη κοινωνίας, δικαιωμάτων και αντίληψης για τη δημοκρατία και την πολιτική. Η εισαγωγή θεσμών άμεσης δημοκρατίας και η τοποθέτηση απέναντι στα προτάγματα του νεοφιλελευθερισμού αποτελούν παρόμοιες διλημματικές επιλογές.

Για παράδειγμα, η πρόταση συναδέλφων συνταγματολόγων που φιλοξένησε πριν από δύο εβδομάδες η «Καθημερινή», που εισηγείται την ολική κατάργηση των κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως και κάθε δυνατότητας εθνικοποιήσεων, βρίσκεται στον αντίποδα της λογικής της κοινωνικής και πολιτικής αριστεράς. Το ίδιο ισχύει και ως προς το είδος των ελέγχων και αντιβάρων που έχει ανάγκη το πολίτευμα. Η αντίληψη που επικράτησε στην αναθεώρηση του 2001, να εξισορροπείται η ισχύς της εκτελεστικής εξουσίας κυρίως μέσω ανεξάρτητων αρχών, έχει προφανώς αποτύχει. Ο πλήρης εκδημοκρατισμός του κράτους, με την ισχυροποίηση του πολίτη, μέσω θεσμών ανακλητότητας και δημοψηφισμάτων λαϊκής πρωτοβουλίας αποτελεί πολύ αποτελεσματικότερη και πληρέστερη απάντηση.

Η ίδια η διαδικασία αναθεώρησης θα πρέπει να αποτελέσει άσκηση άμεσης δημοκρατίας, αν θέλουμε ένα Σύνταγμα των πολιτών και όχι των πολιτικών. Οχι μόνον πρέπει να γίνει πλατιά συζήτηση στην κοινωνία πριν ξεκινήσει η κοινοβουλευτική διαδικασία αναθεώρησης, αλλά παράλληλα με τη διαδικασία του άρθρου 110 πρέπει οι πολίτες να μπορούν, γιατί όχι και μέσω δημοψηφίσματος, να τοποθετηθούν ρητά απέναντι στις θεμελιακές διλημματικές επιλογές.

* Ο κ. Γιώργος Κατρούγκαλος είναι καθηγητής Δημοσίου Δικαίου, υπουργός Εργασίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή