Η σιωπηλή μας άνοιξη

4' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Γ​​​​εγονός βαρυσήμαντο», με δυνητικά μείζονες επιπτώσεις για την ίδια την «πορεία της εθνικής μας ζωής», είχε χαρακτηρίσει ο Γιώργος Θεοτοκάς το δημογραφικό πρόβλημα κατά τη δεκαετία του 1950. Αναφερόταν στην αρτιφανή τότε κάμψη του πληθυσμού, απότοκη της εγκατάλειψης των γεωργικών επαγγελμάτων και της ογκούμενης μετοίκισης στην ηπειρωτική Ευρώπη. Δύσκολα θα μπορούσε να προβλέψει ότι, μερικές δεκαετίες αργότερα κι εν καιρώ ειρήνης, οι γεννήσεις στη χώρα μας θα υστερούσαν για πρώτη φορά έναντι των θανάτων – τη στιγμή που ακόμα και στη «σκοτεινή» δεκαετία του 1940 υπερείχαν οι γεννήσεις.

Το δημογραφικό τείνει να απεικονίζεται με όρους «έκρηξης», μια «βόμβα» που χρήζει εξουδετέρωσης ή μια «φωτιά» που απαιτεί πυροσβεστικά μέτρα· στην πραγματικότητα είναι μια διαδικασία υπόκωφη και μακρόσυρτη, που διαβρώνει αδιάκοπα τον κοινωνικό ιστό. Μια επικείμενη «σιωπηλή άνοιξη» για την ελληνική κοινωνία, εφάμιλλη με την οικολογική ερήμωση στην οποία η περιβαλλοντολόγος Ρέιτσελ Κάρσον είχε προειδοποιήσει ήδη τη δεκαετία του 1960 ότι κινδυνεύουν να οδηγηθούν τα δηλητηριασμένα από τοξικά εντομοκτόνα οικοσυστήματα. Την εικόνα αυτή προοιωνίζονται, εξάλλου, και οι αναλογιστικές μελέτες των δανειστών, οι οποίες παρουσιάζουν την Ελλάδα το 2060 με πληθυσμό που δεν θα ξεπερνά τους 8,6 εκατ. κατοίκους.

Πώς μπορεί όμως να αντιμετωπιστεί ένα αμιγώς πολιτικό πρόβλημα όταν δεν λογίζεται ως τέτοιο; Προβάλλοντας με όρους φυσικού φαινομένου –και όχι ακολουθούμενης πολιτικής– την αυξανόμενη αδυναμία της κοινωνίας να αναπαραχθεί, μοιραία υπαγορεύονται μέτρα τέτοια ώστε να «βγαίνουν» οι αριθμοί, όπως είναι η επιμήκυνση της ηλικίας συνταξιοδότησης και η μείωση των συντάξεων. Συχνά δε η επωδός περί «φυσικής» συρρίκνωσης της δημογραφικής βάσης του κοινωνικού κράτους συνοδεύεται από μια ιδεοληπτική δυσανεξία απέναντι στην ίδια την ιδέα του κρατικού σχεδιασμού· από έναν επιδερμικό φιλογεννητισμό που συνυπάρχει με έναν ανεπεξέργαστο νεομαλθουσιανισμό. Η συζήτηση καταλήγει σε μια αριθμητική διαχείριση των επιπτώσεων του δημογραφικού, με τα γενεσιουργά του αίτια να αφήνονται, ωστόσο, ανερμήνευτα.

Ανασταλτικοί παράγοντες

Οι γερασμένες πληθυσμιακές δομές και η υπογεννητικότητα, η «διαρροή εγκεφάλων», η μη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος και η αδυναμία αναπλήρωσης των συνταξιοδοτικών δαπανών, καθώς και η αύξηση της θνησιμότητας από ιάσιμες ασθένειες λόγω μειωμένης πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας, αποτελούν τις επιμέρους εκφάνσεις ενός πρισματικού προβλήματος· πιο συγκεκριμένα: τα παράπλευρα προϊόντα ενός συντελεσθέντος μετασχηματισμού. Το δημογραφικό δεν επιδεινώνεται ούτε εξαιτίας των δήθεν «νέων ηθών» ή συμπεριφορών της νεολαίας ούτε λόγω κάποιας μειωμένης επιθυμίας αναπαραγωγής.

Αυτό πιστοποιούν και οι εκτεταμένες έρευνες μεταξύ των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας στη χώρα μας που έχουν δείξει ότι ο επιθυμητός αριθμός παιδιών ξεπερνά το όριο αναπλήρωσης των γενεών (2,1 παιδιά), τη στιγμή που την πενταετία 2010-2015 ο πραγματικός δείκτης γονιμότητας δεν υπερέβη το 1,3. Το αυξανόμενο χάσμα ανάμεσα σε επιθυμία και πραγματικότητα οφείλεται στην πραγματιστική επίγνωση ότι απλούστατα δεν προσφέρονται οι συνθήκες για τη δημιουργία οικογένειας.

Το ποιες είναι οι προϋποθέσεις που οι νέοι θεωρούν ότι πλέον εκλείπουν δεν αποτελεί μυστήριο. Εχουν υποδειχθεί σε σωρεία μελετών, από την Ελληνική Εθνική Επιτροπή της UNICEF και το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών ώς τη Eurostat, καθώς και σε μεγάλες πανευρωπαϊκές έρευνες όπως η REPRO: η εργασιακή ασφάλεια, η ισότητα μεταξύ των φύλων και η συμφιλίωση της εργασιακής και της οικογενειακής ζωής. Για να αντιμετωπιστούν οι ανασταλτικοί αυτοί παράγοντες συνολικά, θα πρέπει να καταρτισθεί μια ολοκληρωμένη δημογραφική πολιτική.

Εργασιακή μετανάστευση

Η κερματισμένη πρόσληψη του δημογραφικού, ωστόσο, δεν υποβοηθεί να αναδειχθούν ούτε οι τρόποι που αυτό είναι συνυφασμένο με άλλα μεγάλα ζητήματα, όπως η διαχείριση της προσφυγικής-μεταναστευτικής κρίσης.

Την ίδια στιγμή που Ευρωπαίοι αξιωματούχοι χαρακτήριζαν την εργασιακή μετανάστευση προϋπόθεση για την οικονομική επιβίωση της γηράσκουσας ηπείρου, αναπτύσσονταν δαιδαλώδης νομοθεσία και δομές που «θωράκιζαν» την Ευρώπη από τις προσφυγικές ροές. Σε περιπτώσεις χωρών όπως η Γερμανία και η Σουηδία, όπου ακολουθήθηκε μια πολιτική αύξησης των δημοσίων δαπανών με σκοπό την ενσωμάτωση των προσφύγων και των μεταναστών στην αγορά εργασίας, το αναπτυξιακό αντίκτυπο υπήρξε εντυπωσιακό, κάτι που αποτυπώθηκε και στο ΑΕΠ τους. Στη σκιά της ανόδου ξενοφοβικών ρευμάτων, ωστόσο, η πολιτική αυτή –καρπός, εξάλλου, ενός πραγματισμού εκτάκτου ανάγκης παρά μιας ριζικής αλλαγής πλεύσης– φαίνεται να αναστρέφεται, με την επαναφορά περιοριστικών πολιτικών και αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας. Στη διάρκεια της βραχύβιας κεϊνσιανής «αναλαμπής», οι τομείς στους οποίους τα κράτη υποδοχής επένδυσαν προκειμένου να επιτευχθεί η ενσωμάτωση των προσφύγων περιλάμβαναν τη στέγαση, την παιδική φροντίδα, την παιδεία και ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης: όχι τυχαία, οι ίδιοι στους οποίους σημειώθηκε η μεγαλύτερη αποεπένδυση τις τελευταίες δεκαετίες στο πλαίσιο της απορρύθμισης του κοινωνικού κράτους.

H ελληνική Πολιτεία ουδέποτε προσανατολίστηκε με σοβαρό τρόπο στη διασφάλιση των κατάλληλων συνθηκών για την αναπαραγωγή των γενεών, επαφιέμενη απλά στην οικογένεια για να αντισταθμίσει την απουσία μιας ολοκληρωμένης δημογραφικής πολιτικής. Εν μέσω κρίσης, η οικογένεια έχει επωμισθεί και πάλι το βάρος να αντισταθμίσει, ιδίοις μέσοις, την απίσχνανση του κοινωνικού κράτους και την αποδιάρθρωση του συστήματος ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Υστερα δε από έξι χρόνια πολιτικών λιτότητας, κινδυνεύει να εκθεμελιωθεί ακόμα κι αυτός ο ύστατος, εύθραυστος πυλώνας αναπαραγωγής στον οποίον βασίζονται τα εξαρτημένα μέλη της οικογένειας, ήτοι ο «υποχρεωτικός αλτρουισμός» των γυναικών. Εάν το δημογραφικό δεν ιδωθεί ως προϊόν της υποχώρησης του κοινωνικού κράτους, η Ελλάδα θα συνεχίσει να οδεύει προς μια σιωπηλή άνοιξη. Ο δυστοπικός μετασχηματισμός της χώρας σε μια φτωχή κι ερημωμένη επικράτεια με καθηλωμένη οικονομία και ισχνές παραγωγικές δυνάμεις μπορεί να αποτραπεί με την εφαρμογή ενός μακρόπνοου προγράμματος ανασυγκρότησης – συνυφασμένου, ωστόσο, με μια στοχευμένη επανεπένδυση στο κοινωνικό κράτος.

*Ο κ. Γιώργος Καλπαδάκης είναι επισκέπτης ερευνητής στο Κέντρο Αναπτυξιακών Μελετών του Πανεπιστημίου Cambridge.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή