Από τον Δαλιανίδη στον Τσίπρα

Από τον Δαλιανίδη στον Τσίπρα

4' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σ​​τις ταινίες της δεκαετίας του εξήντα και του εβδομήντα το «αίσιον τέλος» –happy end ελληνιστί– είχε δύο εκδοχές. Η μία ήταν σε κέντρο διασκεδάσεως, κοινώς μπουζούκια, όπου οι ήρωες, έχοντας παραμερίσει «έχθρητες» και τσακωμούς, έπιναν και χόρευαν κάποια χορογραφία χασάπικου – ίδιες όλες και εξαιρετικά μονότονες, σαν την υπόθεση του έργου. Η δεύτερη, και η πιο ουσιαστική, ήταν τα σκαλιά κάποιας εκκλησίας όπου ο πρωταγωνιστής και επιτέλους γαμπρός, περίμενε την πρωταγωνίστρια και επιτέλους νύφη για να βαδίσουν από κοινού τον δρόμο της ευτυχίας. Από τη μια εκδοχή στην άλλη, διαγραφόταν η γεωγραφία της ψυχικής ενδοχώρας της ψωροκώσταινας. Η ζωή κινείται κάπου ανάμεσα στα μπουζούκια και στον γάμο.

Υπήρχαν και ενδιάμεσοι σταθμοί. Ενα μικροαστικό διαμέρισμα στη χειρότερη περίπτωση, και στην καλύτερη η πισίνα ενός ξενοδοχείου όπου οι ήρωες ρουφάνε με καλαμάκι κάτι ροζ υγρά και απολαμβάνουν τη ζωή τους, αφού τσακώνονται και φωνάζουν όλοι μαζί. Αυτή είναι ζωή. Τα μπουζούκια, η «αποκατάσταση», ήσαν οι φαντασιακοί στόχοι της ψωροκώσταινας. Το όνειρο πληθυσμών που είχαν μεγαλώσει στην αγροτική ή νησιωτική, και πάντως ρημαγμένη, χώρα, μετανάστευσαν στην Αθήνα για να έχουν ασανσέρ, κεντρική θέρμανση και να γλιτώσουν από την κακοφορμισμένη συνύπαρξη με ανθρώπους που μπορεί να τους γνώριζαν από πάππου προς πάππον, όμως η σφαγή του εμφυλίου τους είχε κάνει ξένους τον έναν προς τον άλλον. Δεν είναι τυχαίο ότι οι μεν κατηγορούσαν τους δε για «πράκτορες ξένων δυνάμεων». Ψυχολογικά δεν μπορούσαν να αντέξουν την αλληλοσφαγή ανάμεσα σε συγγενείς, πρώην φίλους, ή έστω γείτονες. Τα «μπουζούκια» λειτουργούσαν σαν το χυτήριο του μίσους και των κοινωνικών συγκρούσεων. Η γέννηση του λεγομένου «αρχοντορεμπέτικου» είναι σημαδιακή. Συμφιλίωσε την αστική ζωή με όσα αυτή απέρριπτε. Στις ταβέρνες ο διευθυντής υπουργείου –δεν είχε και πολλά να προσφέρει η αστική τάξη– καθόταν στο διπλανό τραπέζι με τον οικοδόμο.

Στα χρόνια της «πλουτοκώσταινας» που λέει κι ο φίλος μου Πέτρος Μάρκαρης, με τις ελάχιστες απαιτήσεις συμπεριφοράς, αλλά το μεγιστοποιημένο θράσος, η σύνθεση άλλαξε, όμως τα πρότυπα ζωής παρέμειναν σταθερά. Τα μπουζούκια, ή τα αρχοντορεμπέτικα του Χιώτη, τα αντικατέστησε η Μύκονος. Εκεί μετακόμισε η δημοκρατία της πάλαι ποτέ ταβέρνας. Η «Μύκονος» έπαψε να είναι νησί, ωραιότατο κατά τα λοιπά. Εγινε στόχος ζωής.

Δεν είναι τυχαίο ότι στα χρόνια της «πλουτοκώσταινας», δεκαετία του ενενήντα και δεκαετία του δύο χιλιάδες ώς την κατάρρευση, οι προβολές των παλιών ελληνικών ταινιών στα κανάλια σάρωναν στους δείκτες τηλεθέασης. Είναι τα χρόνια που οι ελληνικές σειρές έδειχναν φοιτητές να ζουν στην Αθήνα σε συνθήκες Καλιφόρνιας. Ποια ήταν τα πρότυπα της κοινωνικής επιτυχίας; Το «πρώτο τραπέζι πίστα», κι ας μην ήταν στα μπουζούκια, κι ας ήταν στο Remezzo, όσο για την πισίνα, αυτή δεν χρειαζόταν καν να κλείσεις ξενοδοχείο για να την βρεις. Η «αστική» Ελλάδα είχε με το μέρος της την αρχιτεκτονική της μεζονέτας. Δύο ή τρεις όροφοι, με ασανσέρ ενίοτε και πισίνα απαραίτητη για τη δεξίωση του γάμου της κόρης. Η σκηνοθεσία ήταν του Δαλιανίδη, το σενάριο όμως; Το σενάριο ήταν απλό, όπως όλα τα σενάρια του Δαλιανίδη. Οι ήρωες ήθελαν να γίνουν έγχρωμοι από ασπρόμαυροι, ακόμη και να ξυρίσουν το μουστάκι τους όπως ο Φαίδων Γεωργίτσης για χάρη της Λάσκαρη. Η «πλουτοκώσταινα» ήθελε να διώξει από πάνω της την πατίνα της «ψωροκώσταινας». Εφτιαξε πισίνες, αγόρασε χιλιάδες κυβικά, αλλά κράτησε τις σταθερές της αξίες.

Ωσπου ήρθε η κατάρρευση. Τι καταλάβαμε όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης; Είπαμε ότι πλουτίσαμε ξοδεύοντας δανεικά, αλλά αναρωτηθήκαμε ποτέ αν αυτά τα δανεικά, τα είχαμε ξοδέψει με διαφορετικό τρόπο τα πράγματα σήμερα θα ήσαν διαφορετικά; Αν είχαμε φτιάξει ένα πανεπιστήμιο της προκοπής, πέντε σχολεία της προκοπής, δέκα μουσεία της προκοπής, αν είχαμε δανειστεί για να αναδείξουμε τις μοναδικές μας αρχαιότητες πώς θα ήταν η σημερινή, έστω καταχρεωμένη και πτωχευμένη χώρα; Ελάτε τώρα. Την Ελλάδα της «πλουτοκώσταινας» την σκηνοθέτησε ο Δαλιανίδης. Μια έγχρωμη καρικατούρα ζωής.

Η Ελλάδα απ’ τον Δαλιανίδη στον Τσίπρα. Η περιπέτεια μιας μικρής χώρας που έπασχε από μεγαλομανία. Οδυνηρή για πολλούς, απογοητευτική για τους περισσότερους. Η επαναφορά στην ψωροκώσταινα που επιχειρείται στηρίζεται στο γεγονός ότι και η πλουτοκώσταινα τις ίδιες αξίες προσκυνούσε. Αν πάντως η Ελλάδα θέλει να ξεφύγει από την άμοιρη μοίρα της, θα πρέπει πρώτα να ξεφύγει από το δίλημμα. Να καταλάβει ότι η έγχρωμη αρχοντοχωρατιά του Δαλιανίδη είναι η άλλη όψη του νομίσματος της ασπρόμαυρης εξαθλίωσης που μας προτείνει ο Τσίπρας.

ΥΓ. Θα λείψω για δύο εβδομάδες. Υποθέτω ότι θα λείψω κυρίως στους επαγγελματίες σχολιαστές των κειμένων μου στην ηλεκτρονική τους έκδοση. Και οφείλω εδώ να εκφράσω και την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου. Απορώ πού βρίσκουν τον χρόνο να διαβάζουν καθημερινά τα πονήματά μου και να τα στηλιτεύουν με κάποιο ευφυολόγημα. Θα μου πείτε, αυτά είναι τα καλά της ηλεκτρονικής δημοκρατίας. Η ατάκα είναι ισοδύναμη της σκέψης, ακόμη κι όταν η σκέψη ή το επιχείρημα πάσχουν. Τέλος καλό, όλα καλά. Υποθέτω πως όταν επανέλθω θα έχει ψηφισθεί η απλή αναλογική και θα έχει μπει επιτέλους τάξη στο τηλεοπτικό τοπίο με τις τέσσερις μόνον άδειες του κ. Παππά. Επιτέλους βρέθηκαν κάποιοι για να δικαιώσουν την Ιστορία αυτής της χώρας. Να δικαιώσουν τον κ. Λεβέντη –φαντασθείτε τον σε ταινία του Δαλιανίδη– και τους ηρωικούς δημοσιογράφους της κυβερνητικής τηλεόρασης που παλεύουν να σας ανοίξουν τα μάτια, όμως εσείς συνεχίζετε να εθελοτυφλείτε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή