Απαξίωση της εργασίας

2' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η απαξίωση της εργασίας δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Αρθρα με αυτό το θέμα δημοσιεύονται στον διεθνή και στον ελληνικό Τύπο εδώ και μία δεκαετία. Η ηθική απαξίωση και η οικονομική (η περίφημη «γενιά των 700 ευρώ») βάδιζαν χέρι χέρι. Οι εργαζόμενοι «δουλεύουν πολλές ώρες χωρίς να πληρώνονται γι’ αυτές, πολυαπασχολούνται από ανάγκη, αμείβονται πολύ κάτω από τις κατώτατες συμβάσεις εργασίας, με καθυστερήσεις μηνών και με ποσά που δεν αντιστοιχούν σ’ αυτά που υπογράφουν ότι λαμβάνουν, τρομοκρατούνται…», έγραφε σε άρθρο της η «Κ» (24/05/2009).

Με την κρίση επιδεινώθηκε το τοπίο. Δεν θα αναφερθούμε στα ρεκόρ της ανεργίας ή στους εργαζομένους πολλών ταχυτήτων που έχουν δημιουργηθεί, αλλά στο ποσοστό εκείνο του πληθυσμού που αμείβεται για προσφερόμενες υπηρεσίες και, ειδικότερα, στους ελεύθερους επαγγελματίες. Ετήσιο εισόδημα 10.000 ευρώ συρρικνώνεται περίπου στα μισά, βάσει των συνολικών υποχρεώσεων (φόρων, εισφορών, προκαταβολών κ.ο.κ.) που ισχύουν με τα νέα φορολογικά μέτρα.

Γιατί να εργάζεται κανείς; Κι αν ηχεί δημαγωγικό το ερώτημα και απευθύνεται στο θυμικό –γιατί δεν εγκαταλείπεις εκούσια μια θέση εργασίας–, μολύνει με τις πιο αρνητικές αντιδράσεις ό,τι αποτελεί θεμελιώδη κανονικότητα. Ο εργαζόμενος, με αυτούς τους ρυθμούς φορολόγησης, θα φαντάζει σε λίγο σαν καπρίτσιο, σαν ιδιορρυθμία, η οποία θα πρέπει να επιδοτείται από τον ίδιον. «Ο εργαζόμενος», δηλαδή, θα είναι τίτλος που για να τον αποκτήσει κανείς και, κυρίως, για να μπορέσει να τον συντηρήσει, θα πρέπει να τον χρηματοδοτεί. Η εργασία δεν θα είναι μέσο βιοπορισμού αλλά ευρύτερη συνομιλία με τα υπαρξιακά αδιέξοδά μας. Μέχρι τώρα μιλούσαμε για την ανάγκη για εργασία, για την εξαιρετικά δύσκολη διαχείριση της απώλειάς της, για τις σκληρές επιπτώσεις της ανεργίας. Πλέον αναφερόμαστε και στην «οδύνη των εργαζομένων». Σε εκείνους, δηλαδή, που βρίσκονται εντός της αγοράς, αλλά με αρνητικό πρόσημο εσόδων. Δεν θα σχολιάσουμε ούτε την εκτεταμένη φοροδιαφυγή, που καταγράφεται ήδη, ούτε τις άοκνες προσπάθειες να βρεθούν «λύσεις» για να γλιτώσει κάποιος ένα μέρος, τουλάχιστον, της φορολογίας. Τι μπορεί να σημαίνει η διαρκής έκπτωση της δυναμικής της εργασίας; Τι μπορεί να σημαίνει η επέκταση της αβεβαιότητας και σε περιοχές που έμοιαζαν στοιχειωδώς ασφαλείς; Η επίθεση στους μικρομεσαίους που κινούσαν, σε μεγάλο βαθμό, την οικονομία; Η απαξίωση της εργασίας διά της υπερφορολόγησής της;

Θα υπάρξει ευρύτερη εξοικείωση με τη φοροδιαφυγή, περαιτέρω συρρίκνωση επιθυμιών και προσδοκιών, ισορροπία τρόμου, σταδιακή υποχώρηση από τα θεμελιώδη, ψυχική επιβάρυνση από μία ακόμα ματαίωση, επανεξέταση βιωμένων αντιλήψεων, δεδομένων που όριζαν επιλογές ζωής; Η νέα αυτή συνθήκη είναι υπό διαμόρφωση. Η αποδόμηση φέρνει αντίδραση αλλά και προσαρμογή. Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι προχωράμε προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Οπως και να ’χει, η αστάθεια που προκαλεί η απαξίωση της εργασίας θα πλήξει περαιτέρω την κοινωνική συνοχή, την έννοια της συνεργασίας, θα ενισχύσει τον ατομικισμό και την αυθαιρεσία. Είναι ένα ακόμη πισωγύρισμα που αφήνει κενές περιεχομένου τις όποιες προσπάθειες για «κίνητρα» και «ανάπτυξη». Οταν περισσεύει ο κυνισμός, μόνον η ανάκαμψη δεν έρχεται. Εργαζόμενος και άνεργος δεν θα απέχουν ούτε ένα τσιγάρο δρόμο. Και οι δυο θα περιστρέφονται γύρω από έναν χώρο μετέωρο μεταξύ ανεργίας και εργασίας, απροσδιόριστο, στον οποίο θα κυριαρχούν η απογοήτευση και η εκμετάλλευση.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή