Κι αν δεν ήταν χάρτινο;

3' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο​​ι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2016 αρχίζουν την ερχόμενη Παρασκευή στο Ρίο με οιωνούς κάθε άλλο παρά εορταστικούς: διαδηλώσεις, κίνδυνος τρομοκρατικής επίθεσης, μολυσμένα νερά στον κόλπο του Guanabara, όπου θα διεξαχθεί η μαραθώνια κολύμβηση, σκουπίδια που επιπλέουν στη θάλασσα και κάνουν τους αθλητές της κωπηλασίας να αναρωτιούνται για τους αγώνες…

Πίσω στο 2004, στο όνειρο και στην καταφυγή, στην αποθέωση και στη συντριβή. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας 2004 ήταν αποκαλυπτικοί για τις δυνατότητες και τις αδυναμίες της χώρας, λειτούργησαν πολλαπλασιαστικά για την εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό αλλά και για τα οικονομικά ελλείμματα στο εσωτερικό. Δώδεκα χρόνια μετά, τίποτα δεν θυμίζει εκείνη την εποχή. Κυρίως, ως προς τη διάθεση των ανθρώπων, τα χαμόγελα, τη συγκίνηση και τη λάμψη στα πρόσωπα. Σαν να ήταν το 2004 μία –ακόμη– αυταπάτη, ένα ψέμα. Ηταν όμως; «Σχεδόν αισθάνεσαι τύψεις που χάρηκες…» σχολιάζει, υπομειδιώντας, στέλεχος της οργανωτικής επιτροπής των Αγώνων του 2004. «Εγινε πολλή δουλειά που δεν κεφαλαιοποιήθηκε, τόσο σε ανθρώπινο δυναμικό όσο και σε τεχνογνωσία, εμπειρία διοίκησης και διαχείρισης που είχε καταγραφεί» σημειώνει, επικροτούμενος και από άλλα πρόσωπα που συνεργάστηκαν για τον ίδιο σκοπό. Συγκεντρώνουμε τις εκτιμήσεις από τη συζήτηση που ανοίξαμε: ήταν εντυπωσιακή η εικόνα της πόλης που ωρίμασε μέσα στους Ολυμπιακούς Αγώνες αλλά και προετοιμάστηκε μεθοδικά· ήταν ένα κέντημα απαιτήσεων και πνεύματος συνεργασίας· έγιναν τουλάχιστον 300 συναντήσεις με πολλούς φορείς (από οδηγούς ταξί έως καταστηματάρχες) για να κατανοήσουν τον τρόπο λειτουργίας της πρωτεύουσας αυτό το διάστημα· παρακάμφθηκαν χρονοβόρες διαδικασίες, προσεγγίστηκε η ουσία· πολίτες, εθελοντές (ήταν πρωτοφανής η προσφορά και ο συντονισμός τους, οι υψηλού επιπέδου υπηρεσίες τους) υποδέχτηκαν και στήριξαν το εγχείρημα· η τελετή έναρξης έμεινε στην ιστορία.

Εδώ, κάπου, ολοκληρώνεται ο πρόχειρος θετικός απολογισμός και ξεκινάει η αμφισβήτηση. Το κόστος υπέρογκο, υπολογίζεται ανάμεσα στα 4 και 6 δισ. ανάλογα με το τι συμπεριλαμβάνει κανείς (αφαιρούνται συνήθως τα έργα που έμειναν «προίκα» στην πόλη, όπως το μετρό και ο προαστιακός). Δεν υπήρξε εξαρχής μελέτη για τη μεταολυμπιακή χρήση των εγκαταστάσεων (ούτως ή άλλως, υπερσχεδιασμένες και υπερκοστολογημένες). Η κουβέντα, από το σημείο αυτό και πέρα, έχει ελάχιστες αποχρώσεις. Επαναλαμβάνεται: από τη μία, η κατάντια των ολυμπιακών χώρων και ακινήτων, από την άλλη, το πρότυπο της Βαρκελώνης (η πόλη που μεταμορφώθηκε χάρη στους Ολυμπιακούς και στον τρόπο που τους αξιοποίησε) και στη μέση η ελληνική παθογένεια εξαιτίας της οποίας με ευκολία τα μεγάλα οφέλη μπορούν να μετατραπούν σε εξίσου μεγάλες ζημίες…

Αξίζει τον κόπο, σε αυτούς του τόσο δύσμορφους καιρούς, να επιχειρήσει κανείς μια μικρή περιήγηση στην αρθρογραφία και στα ρεπορτάζ του Αυγούστου του 2004. Ο λυγμός, ακόμη και εσωτερικός, είναι αναπόφευκτος. Νοσταλγείς τη χαρά, την έκπληξη, τους διθυράμβους του ξένου Τύπου για την τελετή έναρξης (που επισκίασαν την υπόθεση Κεντέρη – Θάνου), το ίδιο το «μήνυμα» που εξέπεμπαν η σύλληψη και η σκηνοθεσία του Δημήτρη Παπαϊωάννου και των συνεργατών του, αποφεύγοντας «την εθνικιστική έξαρση και γλιστρώντας σε μια ευπρόσδεκτη παιδικότητα, με μέτρο και βαθιά ουμανιστικό χαρακτήρα». Οπως γράφαμε (12/08/2004): «Ο Παπαϊωάννου δεν προσπάθησε να κατασκευάσει το μεγάλο. Πολλαπλασίασε το μικρό, τις σύντομες, συνεκτικές εικόνες, διατηρώντας τη φαντασία, τη χάρη, την κομψότητα, την εμπνευσμένη συμμετρία των κινήσεων, όπως απεικονίζονται στις θηραϊκές τοιχογραφίες ή στα αρχαία αγγεία. O χτύπος της καρδιάς που κυριαρχεί συνενώνει θεατές και συμμετέχοντες στο θέαμα, δίνοντας στη βραδιά την ανάταση, αισθητική και θεματική, που απαιτεί. Το ταξίδι που προτείνει ο εμπνευστής της τελετής περνά από τη γη, αναδύεται από το νερό, πορεύεται στον ουρανό, αξιοποιώντας κάθε συμβολισμό». Και τι δεν γράφαμε τότε. Και μαζί με εμάς και όλος ο πλανήτης, που παραμιλούσε για πράγματα «εξαίσια», «μοναδικά», «αλησμόνητα».

Πριν από πέντε χρόνια στη στήλη «Γεύμα», ρωτήσαμε τον Δ. Παπαϊωάννου, τι πήγε λάθος το 2004. Αν η τελετή ήταν μέρος της σπατάλης: «Σαφέστατα» απάντησε. «Ηταν πολύ ακριβή, αλλά εξυπηρετούσε την εικόνα μιας ολόκληρης χώρας που ανέλαβε μια τόσο ακριβή διοργάνωση. Επρεπε να είναι αντίστοιχη. Ηταν ανάλογη της υπέρογκης οικονομικής φιλοδοξίας που είχε αυτό το εγχείρημα, όπως όφειλε. Κοιτώντας πίσω, μπορούμε να πούμε “τι τα θέλαμε όλα αυτά”. Τότε λέγαμε “τι ωραία ανάσα αισιοδοξίας!”. Λειτούργησε στο θυμικό μας, ως μεγάλη τόνωση αισιοδοξίας και αυτοπεποίθησης. Και αυτό είναι ένα κεφάλαιο. Και τα δύο, το τότε και το τώρα, είναι αλήθεια».

Και είναι αυτή η φράση του ο καλύτερος επίλογος. Δεν λυτρώνει, συμπληρώνει. Βοηθάει να δεχτούμε και «το τότε και το τώρα» ως όψεις της ίδιας πραγματικότητας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή