Η Σύνοδος του G20 και τα αδιέξοδα

Η Σύνοδος του G20 και τα αδιέξοδα

3' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​​Οι ηγέτες των 20 ισχυρότερων οικονομιών συναντώνται στη Χαντζόου της Κίνας σήμερα και αύριο, για να επαναλάβουν την πίστη τους στο δόγμα της παγκοσμιοποίησης, την ώρα που οι επιπτώσεις της άνισης ανάπτυξης ταράζουν την πολιτική σκηνή σε πολλές χώρες και υπονομεύουν τα θεμέλια της ελεύθερης αγοράς. Ενώ απαιτούνται ιδέες και λύσεις που θα τονώσουν την ανάπτυξη και θα αυξήσουν τις θέσεις εργασίας είναι έντονος ο φόβος ότι η Σύνοδος του G20 δεν θα προσφέρει κάτι παραπάνω από ευχολόγια.

Η Ελλάδα, όσο κι αν καυχιέται ο πρωθυπουργός της ότι αλλάζει την Ευρώπη, παρατηρεί εκ του μακρόθεν τις εξελίξεις στις συνόδους αυτές, παρότι οι αποφάσεις που θα ληφθούν εκεί θα μπορούσαν να έχουν άμεση επίπτωση στη χώρα μας και στις προοπτικές της. Ενα από τα μεγάλα θέματα συζήτησης στη Χαντζόου θα είναι η ανάγκη να δοθεί ώθηση στην ευρωπαϊκή οικονομία. Οι ΗΠΑ δεν κρύβουν την αγανάκτησή τους για το γεγονός ότι ενώ η Ευρώπη χρειάζεται να χαλαρώσει τη δημοσιονομική πολιτική της, η Γερμανία –της οποίας η οικονομία είναι ισχυρότερη από αυτές των εταίρων της– επιμένει σε αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες. Ετσι στην περυσινή συνάντηση οι ηγέτες του G20 αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν δημοσιονομικά εργαλεία (δηλαδή να ξοδέψουν χρήματα) για να στηρίξουν την ανάπτυξη, αλλά την ίδια ώρα «υπονόμευσαν» την απόφαση με τη δέσμευση να μειώσουν το δημόσιο χρέος.

Η Σύνοδος του G20 διεξάγεται σε αυξανόμενο κλίμα απομονωτισμού. Είναι η πρώτη μετά το δημοψήφισμα για Brexit και συμπίπτει με την εκστρατεία για την εκλογή νέου προέδρου των ΗΠΑ, όπου ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών Ντόναλντ Τραμπ διατρανώνει την αντίθεσή του στο ελεύθερο εμπόριο. Η Βρετανία συνηθίζει να στηρίζει την οικονομία της με άφθονο χρήμα και μάλλον θα συνεχίσει να πράττει το ίδιο. Παρότι δεν είναι μέλος της Ευρωζώνης, η έξοδος της από την Ε.Ε. υπονομεύει την πολιτική συνοχή και την οικονομική ισχύ της Ενωσης. Ετσι η Ευρώπη που ήδη δείχνει χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης παρουσιάζει ακόμη μεγαλύτερη ανάγκη στήριξης της οικονομίας. Οσο αυτό δεν αποφασίζεται σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, όμως, οι προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να στηρίξουν την οικονομία απλώς αποτρέπουν τα χειρότερα, δεν μπορούν να οδηγήσουν από μόνες τους σε λύσεις.

Η Γερμανίδα καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ θα δεχθεί ισχυρή πίεση για χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής, αλλά οι εθνικές εκλογές στη χώρα της το 2017 θα τη δυσκολέψουν να ενδώσει σε κάτι που θα έχει πολιτικό κόστος στην πατρίδα της. Πέρα από το γεγονός ότι στις ΗΠΑ η στήριξη της οικονομίας έχει θετικό αποτέλεσμα, και ενώ οι προσπάθειες της Ιαπωνίας είναι στην ίδια κατεύθυνση, εντός Ευρωζώνης η Γαλλία και η Ιταλία ηγούνται της κίνησης για χαλάρωση. Οπου υπάρχουν οικονομικά προβλήματα οι πολιτικοί κατανοούν τους κοινωνικούς και πολιτικούς κινδύνους που αυτά συνεπάγονται.

Ο Ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι ισχυρίζεται ότι οι Ευρωπαίοι βρίσκεται σε λάθος δρόμο. «Αποφάσισαν να επενδύσουν πολύ στη λιτότητα», είπε σε ομιλία του στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ τον περασμένο Μάρτιο. «Εχασαν την ευκαιρία να προσφέρουν ελπίδα στη νέα γενιά. Εάν το όνειρο μιας χώρας είναι η λιτότητα, ουδείς μπορεί να αγαπήσει την πολιτική», είπε. «Σε κάποιες από τις χώρες μας το πρόβλημα του λαϊκισμού πηγάζει από την έλλειψη εργασίας, από την κρίση που αντιμετωπίζει το οικονομικό μοντέλο». Αυτό, όμως, δεν ισχύει μόνο στις χώρες που συμμετέχουν στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα και βρίσκονται στον ζουρλομανδύα του Συμφώνου Σταθερότητας. Η έντονη τάση απομονωτισμού που αποδεικνύει το Brexit και το ισχυρό ρεύμα υπέρ του Τραμπ δείχνουν ότι ο φόβος και η οργή όσων αισθάνονται ότι απειλούνται από την παγκοσμιοποίηση δεν γνωρίζουν σύνορα. Το ζήσαμε και στην Ελλάδα, όπου η οικονομική κατάρρευση οδήγησε στα μνημόνια και στη λιτότητα και, συνεπώς, στη λαϊκή δυσαρέσκεια που ενίσχυσε τα άκρα του πολιτικού συστήματος.

Σε όλο τον κόσμο έντονη είναι η αίσθηση ότι στην οικονομία, στο εμπόριο και στη διεθνή διακυβέρνηση το παλαιό σύστημα τελειώνει, ενώ η διάδοχη κατάσταση δεν φαίνεται ακόμη. Η προσωπική ανασφάλεια πολιτών είναι σοβαρή παράμετρος στην πολιτική, προσφέρει γόνιμο έδαφος για πολιτικούς που επενδύουν στον απομονωτισμό, ωθώντας κυβερνήσεις προς ολοένα και πιο εμφανή προστατευτισμό. Οι ηγέτες των 20 ισχυρότερων οικονομιών (όπως και των πιο αδύναμων, άλλωστε) είναι υποχρεωμένοι να σκέφτονται τις απαιτήσεις και τους φόβους των πολιτών τους – και αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μέτρα που βλάπτουν άλλη χώρα και μακροπρόθεσμα όλες μαζί. Η συνάντηση των ηγετών του G20 προσφέρει την ευκαιρία να παρατηρήσουμε το μέγεθος των προβλημάτων, τη διάθεση για ειλικρινή συνεργασία και τις προτεινόμενες λύσεις.

Ολα αυτά τα ρεύματα θα επηρεάσουν και τη δική μας χώρα που βρίσκεται σε τέλμα καθώς περιμένει την αλλαγή πορείας της Ευρώπης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή