Το «μισογεμάτο ποτήρι»

3' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τ​​α στοιχεία οικονομικής συγκυρίας δείχνουν ότι έχουμε φτάσει σε σημείο σταθεροποίησης της οικονομίας με αχνά σημάδια για μεγέθυνση το 2017. Η σταθεροποίηση, δυστυχώς, είναι σε επίπεδο φτώχειας, που δεν μπορούμε και δεν πρέπει να αποδεχθούμε. Σε πείσμα των οικονομικών στοιχείων, όμως, η διάθεση στην κοινωνία δεν δείχνει σημάδια βελτίωσης ούτε και ο δείκτης οικονομικού κλίματος. Η κατήφεια που επικρατεί βασίζεται σε πλήθος πληγών που μαστίζουν την ελληνική οικονομία: στρεβλωτική φορολογία, αναποτελεσματικές κρατικές δαπάνες, τεράστιο απόθεμα μη εξυπηρετουμένων δανείων στο ενεργητικό των τραπεζών, σοβαρά εμπόδια στην εκκίνηση επιχειρηματικής δραστηριότητας αλλά και στον τερματισμό της, βραδεία απονομή δικαιοσύνης, και πάει λέγοντας. Κοινώς, έχουμε το κακό μας χάλι. Πώς μπορούμε να μην είμαστε απαισιόδοξοι βλέποντας αυτό το μισοάδειο ποτήρι;

Η άποψή μου είναι ότι η κατάσταση αυτή αποτελεί, αντιθέτως, πηγή αισιοδοξίας για το μέλλον. Σε όλες τις πτυχές της οικονομικής μας ζωής αντιμετωπίζουμε εμπόδια που αν εξαλειφθούν θα ενισχύσουν την ικανότητά μας να παράγουμε εθνικό πλούτο και να βελτιώνουμε το βιοτικό μας επίπεδο. Τα πολλαπλά προβλήματά μας αποτελούν αποθεματικό κεφάλαιο λανθάνουσας παραγωγικότητας, που πολλές χώρες έχουν να «ζηλέψουν». Για να μην παρεξηγηθώ, θα προσπαθήσω να εξηγήσω τη σκέψη μου.

Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στην αντίληψη του «μισοάδειου ποτηριού» και σε αυτήν του «μισογεμάτου» είναι η διάθεση για αγώνα για πρόοδο και αντίσταση στο status quo. Επίσης καθοριστική είναι η αισιοδοξία ότι μπορεί να πεισθεί μια εξουθενωμένη κοινωνία να συνεχίσει να προσπαθεί και ότι μπορεί να τα καταφέρει. Οτι δεν είμαστε καταδικασμένοι να παραμείνουμε φτωχή κοινωνία. Αλλά και ότι η οικονομική ανάπτυξη δεν προκύπτει αυτόματα όταν «έχουμε πιάσει πάτο». Υπάρχουν δύο εικόνες του μέλλοντος για την Ελλάδα: στη μία θα σερνόμαστε ως νεόπτωχοι για χρόνια, ενώ στην άλλη θα ανακτούμε γοργά αυτά που χάσαμε. Αναγκαία συνθήκη για να αποφύγουμε τη ζοφερή εικόνα του μέλλοντος είναι η επικράτηση ευρείας διάθεσης για αλλαγή συνοδευμένης από τη διαπίστωση ότι έχουμε πολλή δουλειά ακόμα να κάνουμε ως κοινωνία. H συνθήκη αυτή δεν είναι, όμως, ικανή για να απολαύσουμε ένα λαμπρό μέλλον. Η περίπτωση της Ελλάδας ήταν, και εξακολουθεί να είναι ειδική. Η ελληνική οικονομία καλείται να μετασχηματισθεί σε μυώδη μαραθωνοδρόμο ικανό να συναγωνισθεί επάξια τις άλλες οικονομίες της Ευρωζώνης και του πλανήτη. Εχει όμως ένα σημαντικό μειονέκτημα: κουβαλάει στην πλάτη βαρίδι το δημοσιονομικό χρέος, που συσσωρεύτηκε από κακή διαχείριση για πολλές δεκαετίες. Εδώ είναι που ξεχωρίζει η ελληνική περίπτωση. Χωρίς να ελαφρυνθούμε από το βαρίδι αυτό, είναι αμφίβολο αν θα επιτύχουμε σε αυτόν τον αγώνα. Εχουμε δεσμευθεί να αποταμιεύουμε 3,5% του εθνικού μας εισοδήματος από το 2018 και μετά, για να απομειώνουμε γοργά το δημοσιονομικό μας χρέος. Αν αναλογισθεί κανείς την τεράστια προσπάθεια που καταβάλλουμε φέτος για να αποταμιεύσουμε 0,5% του εθνικού μας εισοδήματος, θα πρέπει να μας τρομοκρατεί η ιδέα της προσπάθειας για τον στόχο του 3,5%. Και για όποιον δεν έχει τρομοκρατηθεί, θα θυμίσω ότι η δημοσιονομική λιτότητα είναι υφεσιογόνος. Οταν μάλιστα η λιτότητα υλοποιείται με το άριστο εργαλείο της, αυτό του δημοσιονομικού «κόφτη», τότε δημιουργείται ο κίνδυνος να παγιδευτεί η οικονομία σε κατάσταση φτώχειας.

Αυτό λοιπόν είναι το σύστημα εξισώσεων με ζητούμενο την οικονομική ανάπτυξη. Η λύση του είναι ένα σύμφωνο ανάμεσα στην ελληνική κοινωνία και στους Ευρωπαίους εταίρους μας. Εμείς μετασχηματίζουμε παραγωγικά συνεχώς την οικονομία μας και εκείνοι επιτρέπουν λιγότερη δημοσιονομική λιτότητα. Το σύμφωνο αυτό αποτελεί μονόδρομο για να συνεχισθεί η ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας. Ας παρακολουθήσουμε όλοι, εντός και εκτός των ελληνικών συνόρων, πώς εκτυλίσσεται το δράμα του Brexit και ας διδαχθούμε για το τι μπορεί να συμβεί σε άλλα κράτη-μέλη. Πιστεύω ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση μπορεί να διαφυλάξει ακόμη την ενότητα των υπολοίπων 27 κρατών-μελών της. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες που παραμένουν προσηλωμένοι στο ιδεώδες της ενωμένης Ευρώπης πρέπει να πείσουν τους πολίτες ότι ο αγώνας είναι κοινός και απαιτεί αυτό το σπάνιο ευρωπαϊκό προτέρημα: συναίνεση.

*Ο κ. Πλούταρχος Σακελλάρης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και επίτιμος αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή