Η ποιότητα της ενημέρωσης και η τεχνολογία

Η ποιότητα της ενημέρωσης και η τεχνολογία

3' 59" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​​Πριν από τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ πλημμύρισαν τα κοινωνικά δίκτυα από «ειδήσεις» ψεύτικες ή παραπλανητικές. Με αυτή την αφορμή, πολλοί απαιτούν από το Facebook, την Google και το Twitter να λάβουν μέτρα για να περιορίσουν το ψέμα που διακινείται στις πλατφόρμες τους. Το θέμα σχετίζεται και με τις τηλεοπτικές άδειες στην Ελλάδα, γιατί τα κοινωνικά δίκτυα και η τηλεόραση είναι μέρη της ίδιας βιομηχανίας, της ενημέρωσης και της ψυχαγωγίας. Τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει το μείγμα του περιεχομένου, διεθνώς: κυριαρχούν η εμπάθεια, οι φτηνές ατάκες και η διαστρέβλωση.

Η αλλαγή έχει πολλές αιτίες, αλλά ίσως η πιο βασική είναι η τεχνολογία. Μειώθηκε ριζικά το κόστος της διακίνησης της πληροφορίας. Αυτό είναι θετικό, έχει όμως μια αρνητική παρενέργεια, πολύ σοβαρή και ίσως μόνιμη: το περιεχόμενο χαμηλής ποιότητας εκτοπίζει το πιο ακριβό και πιο επεξεργασμένο. Στην οικονομική θεωρία, η επίδραση του κόστους διακίνησης στην ποιότητα του προϊόντος είναι γνωστή ως Alchian-Allen effect. Ας καταλάβουμε πώς λειτουργεί, για να διαμορφώσουμε κατάλληλη ρυθμιστική πολιτική για τη νέα εποχή.

Ενα απλοϊκό παράδειγμα: Στην παραδοσιακή έντυπη μορφή του ένα βιβλίο με τιμή λιανικής 10 ευρώ κοστίζει περίπου 8 ευρώ για να τυπωθεί και να φτάσει στα χέρια του αναγνώστη. Τα άλλα 2 ευρώ είναι η αμοιβή του συγγραφέα και του εκδότη (για την επιλογή και την επιμέλεια του βιβλίου). Μόνο το 20% της τιμής έχει σχέση με το «περιεχόμενο», δηλαδή το κείμενο. Το 80% είναι «συσκευασία» και διακίνηση. Αν κάποιος εκδότης βρίσκει δωρεάν περιεχόμενο, πάλι θα έχει κόστος 8 ευρώ μέχρι να φτάσει το βιβλίο στον πελάτη. Η αναλογία κόστους ανάμεσα σε ένα βιβλίο με αμειβόμενο συγγραφέα και σε ένα με δωρεάν περιεχόμενο είναι 10 προς 8, παρόλο που η αναλογία στο κόστος περιεχομένου είναι 2 προς μηδέν.

Στην ψηφιακή μορφή των ίδιων βιβλίων, η συσκευασία και η διακίνηση κοστίζουν ελάχιστα, π.χ. 10 λεπτά. Εδώ η αναλογία κόστους του «ποιοτικού» προς το φθηνό βιβλίο γίνεται 2,1 ευρώ προς 10 λεπτά. Αντί για 20% ακριβότερο, το ποιοτικό είναι τώρα είκοσι φορές ακριβότερο. Αν ένας εκδότης θέλει να βγάλει στην ψηφιακή αγορά βιβλία με τιμή 10 λεπτά, θα βρει πολλούς που θα τα αγοράσουν και θα ρίξουν μια ματιά. Και παρόλο που το ψηφιακό ποιοτικό βιβλίο είναι πολύ φθηνότερο από το έντυπο, έχει τώρα να ανταγωνιστεί με κάτι που είναι σχεδόν δωρεάν. Το μερίδιό του στην αγορά θα πέσει.

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει με τις ειδήσεις. Ενα καλό ρεπορτάζ απαιτεί φυσική παρουσία δημοσιογράφων εκεί όπου συμβαίνουν τα γεγονότα, διασταύρωση πηγών, και αρκετή δουλειά επιμέλειας. Η δημιουργία του πρωτογενούς περιεχομένου εξακολουθεί να κοστίζει περίπου όσο κόστιζε πριν από το Διαδίκτυο. Αλλά η διακίνηση της είδησης, σε ορισμένα μέσα, έχει γίνει σχεδόν δωρεάν. Εκεί, η σοβαρή άρα και «ακριβή» είδηση έχει να ανταγωνιστεί για να αποσπάσει την προσοχή του αναγνώστη με ψευδοειδήσεις, ή προχειρολογίες, που κοστίζουν ελάχιστα στον παραγωγό τους.

Οταν υπήρχαν μόνο εφημερίδες, το να διακινείς συστηματικά πρόχειρες ή ψεύτικες πληροφορίες δεν έδινε οικονομικό πλεονέκτημα. Αντίθετα, οι εκδότες κινδύνευαν να απολέσουν μια σημαντική επένδυση αν έχαναν την εμπιστοσύνη του αναγνώστη. Περίπου το ίδιο ίσχυε για τα κανάλια της τηλεόρασης όσο η τεχνολογία ήταν ακριβή και το φάσμα περιορισμένο. Η καλωδιακή τηλεόραση και ιδίως το Διαδίκτυο άλλαξαν πλήρως τους λογαριασμούς. Τώρα το ακριβό περιεχόμενο έχει τεράστιο μειονέκτημα.

Η δημοσιογραφία της αλήθειας απαιτεί κόπο. Οχι μόνο το ρεπορτάζ, αλλά και η ανάλυση των στοιχείων. Χρειάζεται πολλές ώρες ένας οικονομολόγος να ζυγίσει, π.χ., τα θετικά και τα αρνητικά του PSI του 2012, αλλά χρειάζεται μόνο δέκα λεπτά ένας τσαρλατάνος να αποφανθεί ότι καταστράφηκαν τα ασφαλιστικά ταμεία από αυτό.

Τι μπορεί να γίνει, λοιπόν, για να μην καταστραφεί τελείως η σοβαρή ενημέρωση; Δεν είναι λύση η αστυνόμευση του περιεχομένου, εκτός από εξόφθαλμες περιπτώσεις ψεμάτων (π.χ. «Ο Πάπας Φραγκίσκος δήλωσε ότι στηρίζει τον Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές»). Ούτε είναι λύση το προστατευμένο ολιγοπώλιο των τηλεοπτικών αδειών, γιατί τα διαφορετικά μέσα είναι συγκοινωνούντα δοχεία: αν τα κανάλια έχουν ακριβό κόστος παραγωγής, οι ειδήσεις τους θα χαθούν σε όλες τις άλλες πλατφόρμες έξω από τη συμβατική επίγεια αναμετάδοση.

Η λύση είναι να βελτιωθούν οι συνθήκες παραγωγής του περιεχόμενου. Για το κράτος αυτό σημαίνει δύο πράγματα: Να μην επιβαρύνει τους παραγωγούς με φόρους, τέλη, ή τιμήματα πλειοδοτικών διαγωνισμών (όπως δεν το κάνει για την παιδεία). Και να αφήσει να αναπτυχθούν όλα τα πιθανά μοντέλα παραγωγής: τους ενθουσιώδεις ερασιτέχνες, τους συνεταιρισμούς δημοσιογράφων και τους μεγάλους επενδυτές. Σε όλους να δώσει πρόσβαση στις συχνότητες και σε κάθε υποδομή αναμετάδοσης. Ο ανταγωνισμός, η τεχνολογία και η βούληση για προσφορά των ενεργών πολιτών ίσως θα ξαναφέρουν την ισορροπία ανάμεσα στο περιεχόμενο και στη διακίνησή του.

Η ενημέρωση διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό την κοσμοθεωρία μας. Επηρεάζει τη λειτουργία της δημοκρατίας και την κοινωνική συμβίωση. Γι’ αυτό, ας μη διανοηθεί ξανά η κυβέρνηση να περιορίσει τεχνητά τον αριθμό των αδειών της τηλεόρασης. Θα ενισχύσει έτσι μόνο τους απατεώνες.

*Ο κ. Αρίστος Δοξιάδης είναι εταίρος στην εταιρεία Επιχειρηματικών Συμμετοχών Openfund.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή